3 Απρ 2009

Θα μάθουμε από τις καρπαζιές που δεχόμαστε;

Την τελευταία περίοδο έχει ιδιαίτερα συζητηθεί και καταδικαστεί η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης, εξαιτίας της αναποτελεσματικότητάς της και κυρίως της σταθερής υποχώρησης της θέσης της χώρας έναντι της Τουρκίας. Από όσο συνέβησαν και θα συμβούν τις επόμενες ημέρες, με τις περιοδείες του Αμερικανού Προέδρου Μπάρακ Ομπάμα στην ευρύτερη περιοχή, εκείνο που κατ’ εμάς αποτέλεσε τη χειρότερη στιγμή είναι η πρόσκληση του Ταγίπ Ερντογάν στη διάσκεψη των G20. Προσκλήθηκε στο Λονδίνο από τον βρετανό πρωθυπουργό Γκόρντον Μπράουν, με τη συναίνεση και επιδοκιμασία του Μπ. Ομπάμα.

Πρόκειται στην ουσία του πράγματος για μια ΜΕΓΑ- αρνητική πράξη για τα Ελληνικά συμφέροντα καθώς:

· Η Τουρκία έχει βυθιστεί οικονομικά και περιμένει σωτηρία από το ΔΝΤ, πράγμα που δεν έκανε ως τώρα ο κ. Ερντογάν εξαιτίας των εκλογών που μόλις προηγήθηκαν.

· Η Τουρκία αντιμετωπίζει σωρεία εσωτερικών πολιτικών προβλημάτων, που μόνο σταθερότητα για το μέλλον της δεν επιτρέπουν.

· Η Τουρκία είναι μια χώρα με απίστευτο αριθμό καταγγελιών σε διεθνή δικαστήρια για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αρχών.

Το γεγονός λοιπόν ότι παρά αυτά τα προβλήματα της ζητούν να συμμετάσχει, έστω και σαν παρατηρητής, στη Σύνοδο G20, δείχνει ότι επιχειρούν να αναβαθμίσουν το ρόλο της άμεσα, όχι απλά σε επίπεδο περιφερειακό αλλά κεντρικό καθώς της δίνουν την αίσθηση ότι ανήκει στις ηγέτιδες χώρες του πλανήτη. Αυτό το ζήτημα θα δημιουργήσει σύντομα, αρνητικά επακόλουθα για τη χώρα μας.
Απέναντι στις άγγλο-σαξονικές πολιτικές αυτές, τι πιθανότητες έχει η Αθήνα να αντιδράσει, σε ουσιαστικό επίπεδο; Μια πρώτη ματιά, και βλέποντας τα μεγέθη, οδηγεί σε συμπεράσματα ελάχιστα αισιόδοξα. Ιδιαίτερα αν προσμετρήσει κανείς την οικονομική της κατάσταση και κοινωνική αποδιάρθρωση.

Υπάρχουν όμως και σημεία στα οποία ενδεχομένως μπορούμε – ακόμη- να στηριχθούμε αν αποφασίσουμε να κινηθούμε γρήγορα, δυναμικά και ουσιαστικά και όχι προς χάριν δημοσίων σχέσεων και εσωτερικών ισορροπιών. Και βέβαια μια τέτοια πολιτική, απαιτεί μια κοινωνική και πολιτική ειρήνη, δηλαδή τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ.

Τα πρόσφατα σενάρια που ανέπτυξε ο Β. Μαρκεζίνης, για διπλωματικούς ελιγμούς σε επίπεδο ΕΕ και στροφή έτι περισσότερο προς την Μόσχα ενδεχομένως δεν είναι απορριπτέα. Άλλωστε είναι και μόνη δημόσια εναλλακτική πρόταση που έχει ως σήμερα ακουστεί, έχοντας μάλιστα τύχει της συγκατάβασης αν όχι της αποδοχής ορισμένων ηγετικών προσωπικοτήτων, σε γεύματα και δείπνα. Το ΠΑΣΟΚ από την πλευρά του και φυσικά και κύρια η ΝΔ, σαν κυβέρνηση, δεν έχουν προτείνει τίποτε απολύτως αρεσκόμενοι σε ένα παράδοξο και κενό περιεχομένου λόγο, ικανό ενδεχομένως να προκαλέσει μια ακόμη συζήτηση στα τηλεοπτικά παράθυρα.

Όμως, έως ότου φτάσουμε σε μια ανατροπή των ισχυόντων σήμερα επιλογών μας, υπάρχουν σειρά από ενδιάμεσους σταθμούς, ικανούς τόσο να προασπίσουν τα εθνικά συμφέροντα, όσο και να στείλουν τα κατάλληλα μηνύματα ότι η μονομερής στήριξη της Άγκυρας σε Αιγαίο και Κύπρο, δεν θα μείνει αναπάντητη. Η χρήση του «βέτο» στη διάρκεια συμβουλίων ΕΕ- Τουρκίας και η επέκταση του «παγώματος» στη διαδικασία ένταξης είναι κάτι που μας επιτρέπεται, αν γίνει συστηματικά και στη βάση πραγματικών δεδομένων, που ωστόσο υπάρχουν άφθονα. Η απόρριψη κάθε ιδέας αποδοχής της Τουρκίας με πολιτικά κριτήρια, όπως ενδιαφέρεται να γίνει ο κ. Ερντογάν, εξίσου βοηθά σε αποσαφήνιση της θέσης μας, ότι το «κλίμα φιλίας» δεν μπορεί να είναι μονομερές. Η στροφή μας σε σημαντικές επιλογές απόκτησης προχωρημένων οπλικών συστημάτων δεν θα πρέπει να αποκλείουν από εδώ και πέρα τη Μόσχα, η οποία μπορεί να μας εξοπλίσει με έξυπνα όπλα και με διαβεβαίωση ότι δεν θα παραχωρήσει παρόμοια στην Τουρκία. Αρκεί να θυμηθούμε τους πυραύλους SS-300 και τι πανικό εξακολουθούν να προκαλούν στους τούρκους πιλότους. Στενότερη συνεργασία με την Κύπρο, καθώς διαφαίνεται η αποτυχία των συνομιλιών για λύση του Κυπριακού καθώς ακόμη και ο Δ. Χριστόφιας έχει αρχίσει να εκφράζει ορισμένες αμφιβολίες, για τις τουρκικές προθέσεις.

Αναφέρθηκα προηγουμένως στην ανάγκη συγκυβέρνησης ώστε οι όποιες αποφάσεις πρώτον, να αποδίδουν τη μέγιστη πλειοψηφία του Ελληνικού λαού και δεύτερον, να μην επιτρέψουν κριτικές και διάσπαση του εσωτερικού μετώπου. Πράγμα δύσκολο καθώς, λιγότερο ή περισσότερο οι απασχολούμενοι στα δύο μεγάλα κόμματα με ζητήματα εξωτερικής πολιτικής λατρεύουν το φωτογραφικό φακό. Η υπουργός εξωτερικών μάλιστα, έχει αποδείξει μια ακόμη αδυναμία. Στις ΗΠΑ…