20 Οκτ 2009

Σιωπηρή σύγκρουση Δ. Χριστόφια και Γ. Παπανδρέου

Η χθεσινή πρώτη επίσημη επίσκεψη του Γ. Παπανδρέου, ως πρωθυπουργού της Ελλάδας στην Κύπρο, λιγότερο 24 ώρες μετά την ψήφο εμπιστοσύνης προς την κυβέρνησή του από την Ελληνική Βουλή, κατάστησε σαφές ότι για την Αθήνα εξακολουθεί το Κυπριακό να αποτελεί προτεραιότητα της εξωτερικής της πολιτικής. Ωστόσο η άρνηση, βαθειά και ουσιαστική, της Κυπριακής ηγεσίας να «προσαρμοστεί» στις ιδέες του Έλληνα Πρωθυπουργού, κατέδειξε ότι το Κυπριακό εν πρώτοις, παραμένει μια υπόθεση που την ευθύνη των επιλογών έχουν οι ίδιοι οι Κύπριοι. Ο ίδιος αυτός Κυπριακός λαός, που απέρριψε το «Σχέδιο Ανάν» και που συνεχίζει να απορρίπτει εξίσου και τα διαμορφούμενα παρακλάδια του, από ξένα κέντρα που βρίσκονται στο πλευρό της Άγκυρας.

Οι «ελληνικές ιδέες», που για τους αναγνώστες μας που γνωρίζουν την πηγή τους εδώ και πέντε εβδομάδες, δεν είναι Ελληνικές, καθώς ταιριάζουν με το γνωστό «Σχέδιο Αχτισαάρι», που προτάθηκε από διάφορα ΜΚΟ, ελεγχόμενα από Αμερικανικές και Βρετανικές πηγές, προέβλεπαν ένα «6μηνο οδικό χάρτη» στα πλαίσια του οποίου η Τουρκία θα καλούνταν να αποδείξει τις ευρωπαϊκές προθέσεις της. Αλλά η Τουρκία είχε τόσα χρόνια που δεν απέδειξε τίποτε. Όχι γιατί δεν μπορούσε. Αλλά γιατί δεν ενδιαφέρθηκε. Γιατί επιχειρούσε και επιχειρεί να εκβιάσει την Ε.Ε. Αυτή λοιπόν η δέσμη σκέψεων της Αθήνας, πριν καν αξιολογηθεί από την Κυπριακή κυβέρνηση, απορρίφθηκε εξ ολοκλήρου καθώς δεν συνάδει με την βασική απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου της Κύπρου και τις αποφάσεις της Ε.Ε.

Με διπλωματικότητα, επιχειρώντας να μην τους «τσαλακώσει», ο Δ. Χριστόφιας έκανε απολύτως σαφές στους Γ. Παπανδρέου και Δ. Δρούτσα, ότι η κόκκινη γραμμή για την Λευκωσία είναι οι αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου. Επανέλαβε τα όσα είχε δηλώσει αναλυτικά χθες βράδυ ο Κύπριος ΥΠΕΞ, Μ. Κυπριανού, κλείνοντας οριστικά την πόρτα σε «σχέδια» και «ενοράσεις» που δεν λαμβάνουν υπόψη τους το γεγονός της στρατιωτικής εισβολής και κατοχής.

Ο κ. Παπανδρέου και οι «συν αυτώ», μετά από την απόρριψη των σχεδιασμών τους, επεχείρησαν να «περάσουν» στους Έλληνες δημοσιογράφους την άποψη ότι … «έστω ας υπάρξει αυτός ο οδικός χάρτης για την Τουρκία, μετά τον Δεκέμβριο». Δηλαδή, μετά την κρίση των πεπραγμένων της από την ΕΕ. Βασίστηκαν για αυτό στο γεγονός πως η Λευκωσία δεν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει το «βέτο» στο Συμβούλιο Κορυφής του Δεκεμβρίου, αλλά να εμποδίζει συστηματικά πλέον το άνοιγμα των κεφαλαίων που επιθυμεί η Τουρκία, κι ανάμεσά τους αυτό της Ενέργειας. Η λογική της νέας ηγεσίας του ΥΠΕΞ, ευρισκόμενη πλησίον της πρότερης, επιχειρεί να διασώσει την γείτονα χώρα από μια βαριά καταδίκη εκ μέρους του Συμβουλίου Κορυφής. Που ούτως ή άλλως θα είναι λεκτική καθώς δεν προβλέπονται κυρώσεις. Εκείνο που όμως μάθαμε έχει αναστατώσει την Ελληνική πολιτική ηγεσία στην Κύπρο, είναι το γεγονός πως δεν βρήκαν «ευήκοα ώτα», σε καμιά από τις Κυπριακές πολιτικές δυνάμεις. Αντιθέτως, ακόμη και στις ιδιωτικές συζητήσεις με φίλους τους ακούν πως η γραμμή είναι μία. Αυτή του Εθνικού Συμβουλίου.

Ακούμε πως ο κ. Παπανδρέου επανέλαβε πολλές φορές τη φράση «μα πρέπει να ασκηθεί πίεση στην Τουρκία». Συμφωνούμε. Αλλά ουσιαστική, πραγματική. Κι αυτό μπορεί να συμβεί αν τοποθετηθούμε στο πλευρό των Σαρκοζί, Μέρκελ και Μπερλουσκόνι, που απορρίπτουν την ιδέα να δοθεί στην Τουρκία μελλοντικά καθεστώς «πλήρους μέλους».

Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, η Άγκυρα έχει αναλάβει συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Ας τις εφαρμόσει. Όλα τα άλλα, αποτελούν ελπίδες μωρών και φαύλων…

Οι κοινές δηλώσεις Γ. Παπανδρέου – Δ. Χριστόφια

Ο Πρωθυπουργός, Γιώργος Α. Παπανδρέου, πραγματοποιεί από σήμερα επίσημη διήμερη επίσκεψη στην Κύπρο. Στο πλαίσιο τη επίσκεψης, το πρωί είχε κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Δημήτρη Χριστόφια.
Μετά το πέρας των συνομιλιών, ο Δημήτρης Χριστόφιας και ο Γιώργος Α. Παπανδρέου, έκαναν τις ακόλουθες δηλώσεις:
Δ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΑΣ: Είναι με μεγάλη χαρά που καλωσορίζω το νέο Πρωθυπουργό της Ελλάδας, το φίλο Γιώργο Παπανδρέου στην Κύπρο. Εκφράζω εκ μέρους του κυπριακού λαού, αλλά και εμού προσωπικά, συγχαρητήρια για την ανάληψη των καθηκόντων του και από καρδιάς τού εύχομαι καλή επιτυχία στο τιμόνι της Κυβέρνησης της Ελλάδας.
Θέλω, επίσης, να του εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες και την ευγνωμοσύνη μου, γιατί η Κύπρος και το Κυπριακό αποτελούν προσωπική προτεραιότητα του Έλληνα Πρωθυπουργού και της νέας Ελληνικής Κυβέρνησης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που θα συνεργαστώ με τον κ. Παπανδρέου. Μαζί έχουμε συνεργαστεί ξανά σε στιγμές δύσκολες, κατέχοντες άλλα αξιώματα. Δημιουργήθηκε μεταξύ μας φιλία, η οποία αποτελεί το στέρεο υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα στηριχθεί η στενή συνεργασία μας, αυτή τη φορά από άλλα αξιώματα, αυτό του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Πρωθυπουργού της Ελλάδας.
Η Ελλάδα είναι το βασικό στήριγμά μας στον αγώνα που διεξάγουμε για να πετύχουμε την υλοποίηση του στρατηγικού μας στόχου, που είναι η επίλυση του Κυπριακού. Η ύπαρξη αγαστής συνεργασίας και η συνεχής επαφή είναι επιβεβλημένη και η κοινή δράση είναι αναγκαία.
Με τον Έλληνα Πρωθυπουργό συζητήσαμε σήμερα τις τελευταίες εξελίξεις στο Κυπριακό, καθώς και τα θέματα που αφορούν στις ευρωτουρκικές θέσεις. Σε αυτά τα θέματα διαπιστώθηκε πλήρης σύμπτωση απόψεων.
Στις συνομιλίες δεν περιοριστήκαμε μόνο στη συζήτηση των εν λόγω θεμάτων. Συζητήσαμε διάφορα περιφερειακά και διεθνή προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος, όπως η μάστιγα της πείνας, ο κίνδυνος από τις κλιματικές αλλαγές και η παγκόσμια οικονομική κρίση.
Και σε αυτά τα θέματα διαπιστώθηκε σύμπτωση απόψεων και θα εργαστούμε από κοινού. Αυτή η σύμπτωση στηρίζεται στο γεγονός ότι κοινό αφετηριακό σημείο αποτελεί το αξίωμα ότι στο κέντρο της πολιτικής, της οικονομίας, όπως και κάθε ενασχόλησης με τα κοινά, πρέπει να βρίσκονται ο άνθρωπος και οι εύλογες ανάγκες του.
Όπως έχω ήδη αναφέρει, με τον Έλληνα Πρωθυπουργό συζητήσαμε το Κυπριακό. Έχουμε σημειώσει ότι ο διεθνής παράγοντας μάς πιστώνει με θέληση και βούληση για επίλυση του Κυπριακού σύντομα. Αυτό είναι αποτέλεσμα των πρωτοβουλιών και των ενεργειών που έχουμε αναλάβει, οι οποίες έμπρακτα αποδεικνύουν ότι όχι απλά θέλουμε λύση, αλλά ότι επειγόμαστε για λύση, αφού η παρέλευση του χρόνου παγιώνει τα τετελεσμένα της εισβολής και της κατοχής.
Επαναβεβαιώσαμε τη δέσμευσή μας για λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας που αποτελεί τον ιστορικό συμβιβασμό της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Επαναβεβαιώσαμε ότι η ομοσπονδία θα προνοεί την πολιτική ισότητα, όπως αυτή ορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και ότι το κράτος της Ενωμένης Ομόσπονδης Κυπριακής Δημοκρατίας θα έχει μια και μόνη κυριαρχία, ιθαγένεια και διεθνή προσωπικότητα.
Αυτή η λύση στηρίζεται στα περί Κύπρου ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, στις αρχές του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου και, ασφαλώς, στις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου του 1977 και ’79 μεταξύ των ηγετών των δύο κοινοτήτων.
Η λύση πρέπει να προβλέπει τον τερματισμό της κατοχής και του εποικισμού και να διασφαλίζει την επανένωση του εδάφους, του λαού, των θεσμών και της οικονομίας. Θα πρέπει, επίσης, να διασφαλίζει και να κατοχυρώνει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες ολόκληρου του λαού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Αν οι δύο πλευρές παρουσιάζονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με θετικό και εποικοδομητικό πνεύμα, αν καθοδηγούνται από τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και το διεθνές δίκαιο, τότε μπορούμε να φτάσουμε σύντομα σε λύση.
Εμείς, θα συνεχίσουμε με την ίδια αποφασιστικότητα, με τον ίδιο ρεαλισμό που στηρίζεται σε αρχές, να εργαζόμαστε για να φτάσουμε στη λύση του Κυπριακού. Το ίδιο αναμένουμε και προσδοκούμε να κάνει η τουρκοκυπριακή πλευρά.
Ασφαλώς, για την επίλυση του Κυπριακού χρειάζεται να υπάρχει η καλή θέληση και η συνεργασία της Τουρκίας. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα και παρά τις λεκτικές αναφορές της ηγεσίας της χώρας ότι στηρίζει τις προσπάθειες για λύση, στην ουσία τίποτα δεν έχει κάνει προς αυτή την κατεύθυνση. Και όχι μόνο αυτό. Η Τουρκία συνεχίζει να διατηρεί άτεγκτη στάση τόσο στο Κυπριακό όσο και στα θέματα της ενταξιακής της πορείας.
Η Τουρκία, όπως διαπιστώνεται και στην Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δεν έχει προβεί σε βήματα συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που ανέλαβε έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν κάνει τίποτα για να υλοποιήσει τις υποχρεώσεις της για εξομάλυνση των σχέσεων, αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και εφαρμογή του Πρωτοκόλλου της Άγκυρας.
Όπως είναι γνωστό, η Κύπρος και η Ελλάδα στηρίζουν την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, αλλά όχι χωρίς προϋποθέσεις. Όπως για κάθε υποψήφιο κράτος, έτσι και για την Τουρκία η ένταξη συνεπάγεται υποχρεώσεις που πρέπει να εφαρμόσει.
Στόχος μας δεν είναι η τιμωρία της Τουρκίας. Στόχος είναι η αξιοποίηση του οροσήμου του Δεκεμβρίου για την προώθηση της επίλυσης του Κυπριακού. Η Τουρκία έχει αναλάβει υποχρεώσεις έναντι της Ε.Ε. και των κρατών μελών της, που αφορούν και στην Κυπριακή Δημοκρατία και στο Κυπριακό, στις οποίες οφείλει να συμμορφωθεί αλλιώς δεν θα μπορεί να συνεχίσει ανεμπόδιστα την ενταξιακή της πορεία.
Μαζί με τον Έλληνα Πρωθυπουργό συζητήσαμε για τις ενέργειές μας μέχρι το Δεκέμβριο και συμφωνήσαμε ότι οι αποφάσεις για το τι δέον γενέσθαι θα ληφθούν την κατάλληλη στιγμή έχοντας μπροστά μας όλες τις επιλογές.
Για ακόμα μια φορά, θέλω να ευχαριστήσω το φίλο κ. Πρωθυπουργό για την αμέριστη στήριξη της Ελλάδας και να του ευχηθώ κάθε καλό.
Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Ευχαριστώ τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και φίλο, Δημήτρη Χριστόφια, γι’ αυτή τη θερμή υποδοχή. Όπως τόνισε, δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργαζόμαστε. Έχουμε συνεργαστεί με άλλες ιδιότητες, στο παρελθόν. Έχουμε μια βαθιά και προσωπική φιλία. Σήμερα, βρίσκομαι εδώ ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας, για να συνεχίσουμε αυτή τη συνεργασία ενεργά. Ενεργά, όχι στα λόγια, αλλά στην πράξη.
Χθες το βράδυ, πήραμε ψήφο εμπιστοσύνης από την ελληνική Βουλή. Και αμέσως, σήμερα το πρωί, βρέθηκα στην πρώτη μου επίσημη επίσκεψή, εδώ στην Κύπρο. Αυτό συμβολίζει ακριβώς την προτεραιότητα που εμείς δίνουμε στις άοκνες προσπάθειες και του Προέδρου, Δημήτρη Χριστόφια, για τη δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού προβλήματος.
Μια λύση, η οποία πρέπει να είναι μέσα στα πλαίσια των αποφάσεων του ΟΗΕ και βεβαίως να εναρμονίζεται πλήρως με το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Θέλω να πω ότι είμαι επίσης περήφανος για τη συμβολή μας στην επίτευξη της μεγάλης επιτυχίας της ίδιας της Κύπρου, του Κυπριακού λαού, της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και όπως και τότε δουλέψαμε στενά με την ηγεσία της Κύπρου, έτσι και σήμερα, θα δουλέψουμε και για την επίλυση του Κυπριακού και για πολλά άλλα θέματα.
Αναφέρθηκε ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας σε θέματα όπως η καταπολέμηση της φτώχειας, της ανισότητας, στο θέμα της κλιματικής αλλαγής, για το οποίο έχουμε μπροστά μας μια πολύ σημαντική Σύνοδο Κορυφής στην Κοπεγχάγη, αλλά και σε πολλά άλλα θέματα, στα οποία και διμερώς θα ενισχύσουμε τη συνεργασία μας.
Είναι κοινή πεποίθηση και της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας, ότι η πορεία της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι προς όφελός μας. Και μάλιστα, έχω τονίσει επανειλημμένως ότι δεν είμαι υπέρ της ειδικής σχέσης, αλλά της δυνατότητας, του δικαιώματος της Τουρκίας, να ελπίζει ότι μπορεί να είναι και πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όμως, πέρα απ’ αυτό το δικαίωμα, πρέπει να πληροί υποχρεώσεις, πολύ συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Υποχρεώσεις που αφορούν σε όλους τους υποψήφιους που θέλουν να είναι μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας. Υποχρεώσεις όμως που απορρέουν και από αποφάσεις που έχει πάρει η Ευρωπαϊκή Ένωση επανειλημμένως, σε ό,τι αφορά την καλή γειτονία, σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με όλα τα κράτη – μέλη, σε ό,τι αφορά και το ίδιο το Κυπριακό.
Χρειάζεται επίσης να μπορούμε να αξιοποιήσουμε αυτό το ευρωπαϊκό πλαίσιο με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Όπως τονίσαμε και όπως τόνισα και εγώ στις προγραμματικές δηλώσεις, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου είναι σημαντικό, διότι θα αξιολογήσει ακριβώς αυτή την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας.
Θα αξιολογήσει τα πεπραγμένα της Τουρκίας και κατά πόσον έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, αυτές που έχει αναλάβει η ίδια ως υποψήφια χώρα για την ευρωπαϊκή οικογένεια, όχι μόνο απέναντι σε ολόκληρη την Ένωση, αλλά και σε κάθε κράτος - μέλος. Και βεβαίως, θα αξιολογηθεί και αντικειμενικά και αυστηρά.
Αυτό είναι το μήνυμα το οποίο και εγώ απηύθυνα προς τον Τουρκικό λαό. Είπα ότι εμείς σας θέλουμε, σας θέλουμε ως μια χώρα φίλη, ως ένα λαό που έχει δικαίωμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά θα είμαι πάντα ειλικρινής. Θα είμαι πάντα ειλικρινής, μιλώντας για τα προβλήματα που μας χωρίζουν, για τα προβλήματα τα οποία πρέπει να λύσουμε. Και μέσα σε αυτά τα προβλήματα, το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι υπάρχει ακόμα κατοχή στην Κυπριακή Δημοκρατία. Και είναι ένα θέμα το οποίο, ή θα το λύσουμε για να μας ενώσει, ή θα μας κρατά διαιρεμένους.
Με αυτή τη γλώσσα ειλικρίνειας θα συνεχίσουμε, έχοντας πάντα ως στόχο την ειρήνη και τη συνεργασία των λαών της περιοχής, έχοντας πάντα ως στόχο τη λύση αυτών των μεγάλων ζητημάτων, αλλά λύση η οποία πράγματι θα είναι και δίκαιη και βιώσιμη.
Θέλω να τονίσω ότι στην πρώτη αυτή επίσημη συνάντηση με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, κ. Δημήτρη Χριστόφια, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε στενά τη συνεργασία μας, όχι μόνο μέχρι το Δεκέμβριο - οπωσδήποτε εντατικά ειδικά μέχρι το Δεκέμβριο, με επαφές σε επίπεδο Υπουργών και Υπηρεσιών, για να μπορέσουμε να είμαστε αποτελεσματικοί στις αποφάσεις του Δεκεμβρίου - αλλά και να συνεχίσουμε τη στενή μας συνεργασία και μετά, στο μεγάλο θέμα του Κυπριακού.
Και πάλι, είναι ιδιαίτερη χαρά που βρίσκομαι εδώ, με το φίλο Δημήτρη Χριστόφια.

Σχετικά με την αμφισβήτιση της συμφωνίας θαλασσίων συνόρων με την Αλβανία

Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών της Αλβανίας Ιλίρ Μέτα, σύμφωνα με τις κυριότερες ε/φ, αναφέρθηκε δύο φορές τις τελευταίες ημέρες, το Σάββατο και την Κυριακή, στη Συμφωνία που η Αλβανία υπέγραψε για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με την Ελλάδα. Τις χθεσινές δηλώσεις μάλιστα ο Μέτα, σχολιάζει η ε/φ Γκαζέτα Σκιπτάρε, τις έκανε παρουσία και του τούρκου ΥΠΕΞ Νταβούτογλου, μαζί με τον οποίο επισκέφθηκαν την πόλη της Σκόδρας.
«Η αντιπολίτευση μπορεί να παρακολουθήσει το θέμα διά της θεσμικής οδού, διότι μόνο έτσι μπορεί να βρει λύση το ζήτημα. Εγώ επαναλαμβάνω ότι η αντιπολίτευση είναι ελεύθερη να έρθει στη Βουλή, στο Υπουργείο Εξωτερικών, στο Υπουργείο Άμυνας και να ενημερωθεί για όλα τα θέματα της Συμφωνίας με την Ελλάδα. Ο μόνος δρόμος για τη διαφάνεια είναι ο θεσμικός, διότι μόνο έτσι λαμβάνει απάντηση κάθε προβληματισμός. Δεν μπορούμε όμως να μιλάμε για τις σχέσεις με μια γειτονική χώρα όπως πριν από 100 ή πριν από 30 χρόνια. Στόχος της Αλβανίας και της εξωτερικής της πολιτικής είναι η διατήρηση της καλής γειτονίας» - δήλωσε ο ΥΠΕΞ Μέτα χθες από τη Σκόδρα όπου βρέθηκε μαζί με τον τούρκο ομόλογό του.
Ο Μέτα μίλησε για τη Συμφωνία και το Σάββατο, αυτή τη φορά από τα γραφεία του κόμματός του στα Τίρανα. «Η αντιπολίτευση είναι ευπρόσδεκτη στο Υπουργείο Εξωτερικών και πιστεύω και στο Υπουργείο Άμυνας, προκειμένου να ενημερωθεί πλήρως και να λάβει όλα σχετικά με τη συμφωνία κείμενα. Εγώ τους καλώ να έρθουν στο Υπουργείο Εξωτερικών και η αντιπολίτευση επιλέγει να διαμαρτυρηθεί μπροστά από το Υπουργείο Εξωτερικών. Αυτό είναι δικό τους θέμα, αλλά πρέπει να γνωρίζουν ότι πρόκειται για σχέσεις μεταξύ δύο κρατών και αυτό ασφαλώς απαιτεί ωριμότητα, απαιτεί από τον καθένα να ακολουθήσει τη θεσμική οδό, μακριά από στενά πολιτικά συμφέροντα» - δήλωσε ο Μέτα.
Η σημερινή αντιπολιτευόμενη ε/φ Κορριέρι φιλοξενεί πρωτοσέλιδα συνέντευξη του πρώην βουλευτή και πρώην μέλους της ηγεσίας του Σοσιαλιστικού Κινήματος Ολοκλήρωσης Σαμπίτ Μπρόκαϊ (διαφώνησε με τον Μέτα για την απόφασή του να μετάσχει στην κυβέρνηση Μπερίσα), ο οποίος υποστηρίζει την απόφαση του ΣΚ να προσφύγει για το θέμα της Συμφωνίας στο Συνταγματικό Δικαστήριο, το ενθαρρύνει να αυξήσει τις διαμαρτυρίες του εναντίον της Συμφωνίας και προσθέτει ότι η Αλβανία εκτός από τη Συμφωνία, έχει και άλλα προβλήματα με την Ελλάδα, όπως είναι το θέμα της Χειμάρρας και η Ορθόδοξη Εκκλησία. Σύμφωνα με τον Μπρόκαϊ, ΄΄η Ελλάδα θεωρεί τη Χειμάρρα ως ελληνική μειονοτική περιοχή, τη στιγμή που δεν είναι τέτοια΄΄, ενώ ΄΄την ηγεσία της Αλβανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας΄΄, συνεχίζει ο Μπρόκαϊ, έχει σφετεριστεί εκπρόσωπος της Ελληνικής Εκκλησίας΄΄. Την κριτική Μπρόκαϊ δεν απέφυγε ούτε το ΚΕΑΔ, το οποίο ο Μπρόκαϊ κατηγορεί ότι υποστηρίζει τις ελληνικές θέσεις στο θέμα της Χειμάρρας και της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ο πρόεδρος του ΣΚ Έντι Ράμα, σύμφωνα με τις κυριότερες ε/φ, αναφέρθηκε για μία ακόμα φορά στη Συμφωνία το Σάββατο, κατά τη διάρκεια των εργασιών της Εθνικής Συνέλευσης του ΣΚ, δηλώνοντας: «Η Συμφωνία για τα θαλάσσια σύνορα είναι μία ακόμα απόδειξη του θλιβερού επιπέδου της ηθικής της κυβέρνησης, ηθική η οποία διαστρεβλώθηκε για τα συμφέροντα της οικογένειας Μπερίσα στην εξουσία. Η κυβέρνηση δεν μετήλθε διαφάνεια, αλλά αντιμετώπισε με αυθάδεια τα συγκεκριμένα συμπεράσματα ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, συμπεράσματα τα οποία δείχνουν ότι η συμφωνία έρχεται σε αντίθεση με τα εθνικά συμφέροντα και αυτός είναι ο λόγος που εμείς παραπέμπουμε το θέμα στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Το ανώτατο δικαστήριο της χώρας θα πρέπει να ασκήσει όλες τις αρμοδιότητες και να εξάγει συμπεράσματα με βάση λεπτομερή γνωμοδότηση εμπειρογνωμόνων. Το ευαίσθητο αυτό θέμα για όλους τους πολίτες της χώρας με κανέναν τρόπο δεν θα πρέπει να μετατραπεί σε συζήτηση που να εμπνέεται από πάθη κι επιπλέον να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης σε βάρος των σχέσεων, οι οποίες για την Αλβανία έχουν στρατηγική σημασία» - δήλωσε ο Ράμα.
Μια διαφορετική άποψη για τη Συμφωνία και κυρίως για την απόφαση του ΣΚ να παραπέμψει το θέμα στο Συνταγματικό Δικαστήριο, έχει ο Ύλλι Μανιάνι, επικεφαλής της επιτροπής νομικών θεμάτων στο ΣΚ, ο οποίος μιλώντας στη Συνέλευση του ΣΚ το Σάββατο, σύμφωνα με τις κυριότερες ε/φ, δήλωσε και τα ακόλουθα: «Η Συμφωνία με την Ελλάδα για τα θαλάσσια σύνορα είναι πολιτική συμφωνία, συνεπώς η αντίδραση θα έπρεπε να ήταν πολιτική και όχι νομική. Η Συμφωνία δεν έχει νομικά προβλήματα, δεν πρόκειται για νομικό θέμα. Η κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να μας εξηγήσει γιατί υπέγραψε τη Συμφωνία, διότι μια εκδοχή θα ήταν να μην υπογράψει αυτή τη συμφωνία. Ποια είναι τα οφέλη της Αλβανίας από αυτήν τη Συμφωνία; Υπό αυτήν την έννοια, το θέμα της συζήτησης για τη Συμφωνία έχει πολιτικό χαρακτήρα. Σε περίπτωση που το θέμα πηγαίνει στο Συνταγματικό Δικαστήριο και το Δικαστήριο αυτό, το οποίο πρόσκειται στην κυβέρνηση, βγάλει απόφαση υπέρ της Συμφωνίας και της κυβέρνησης, αυτό θα ήταν συνθηκολόγηση άνευ όρων για το ΣΚ».


Επίσκεψη Μεντβέντεφ σήμερα στη Σερβία

Ο Ρώσος πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεφ κατά την επίσκεψή του στη Σερβία, σήμερα, θα συζητήσει με την σερβική ηγεσία τα κοινά σχέδια με τη Ρωσία, μεταξύ των οποίων και αυτά στον ενεργειακό τομέα, μετέδωσε το πρακτορείο ειδήσεων ΙΤΑΡ-ΤΑΣΣ.
Ο κ. Μεντβέντεφ σε συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στην σερβική εφημερίδα Vecernje Novosti την Κυριακή, αναφέρθηκε λεπτομερώς στην ατζέντα της επίσκεψής του και στο θέμα του Κοσόβου.
«Κατά την διάρκεια των επικείμενων επαφών ελπίζουμε να συζητήσουμε λεπτομερώς τα σχέδια υλοποίησης των μεγάλων κοινών σχεδίων, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν στην ενεργειακή, πολιτιστική, ανθρωπιστική και επιστημονική-τεχνική συνεργασία καθώς και τη συνεργασία στον τομέα των μεταφορών. Με άλλα λόγια, μας περιμένει σοβαρή δουλειά προκειμένου μέσα από κοινές προσπάθειες να ενισχύσουμε όχι μόνο τα θεμέλια της συνεργασίας μας, αλλά επίσης να προωθήσουμε την μελλοντική ανάπτυξή τους. Θεωρώ ότι η επικείμενη επίσκεψή μου στο Βελιγράδι είναι, πράγματι, πολύ σημαντική. Ελπίζω να υπάρξει περαιτέρω ανάπτυξη της διακρατικής συνεργασίας και ισχυρότερες αδελφικές σχέσεις μεταξύ των λαών μας». «
Παρ’ όλες τις προσπάθειες αυτών που υποστηρίζουν την ανεξαρτησία του Κοσόβου και την θεωρούν ως μια μη-αναστρέψιμη διαδικασία, αυτό το θέμα δεν μπορεί να κλείσει. Πιστεύουμε ότι είναι απαραίτητο να αποδείξουμε βήμα-βήμα ότι υπάρχει μια εναλλακτική επιλογή στην νομική αυθαιρεσία. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ότι το ζήτημα του Κοσόβου θα επιλυθεί χωρίς την Σερβία να έχει τον τελευταίο λόγο.
Η Ρωσία συμμετέχει στην διευθέτηση του ζητήματος σε συντονισμό, εδώ και καιρό, με τους Σέρβους εταίρους μας: η πρωτοβουλία βρίσκεται από τη μεριά του Βελιγραδίου και την υποστηρίζουμε σταθερά. Μια τέτοια προσέγγιση, λαμβάνοντας υπόψη την αρκετά δύσκολη φύση του προβλήματος, αποδεικνύεται αποτελεσματική.
Πολλά τραγικά λάθη έγιναν την τελευταία δεκαετία που απέβησαν μοιραία στην ιστορία της διευθέτησης του ζητήματος του Κοσόβου. Κάποια από αυτά έγιναν συνειδητά, ως μέρος του σχεδίου να εισάγουν μονομερείς αποφάσεις στην διεθνή πρακτική
», τόνισε ο Ρώσος πρόεδρος.
Ερωτηθείς για τις σχέσεις της χώρας του με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση, ο Κ. Μεντβέντεφ αφού επισήμανε ότι ο κόσμος όλος υπόκειται σε τέτοιο πρωτοφανή μετασχηματισμό, τόνισε ότι στην απολύτως νέα γεωπολιτική κατάσταση που διαμορφώνεται, έγινε φανερό ότι η στρατηγική των μονομερών ενεργειών αποσταθεροποιεί την διεθνή κατάσταση, προκαλεί εντάσεις, κούρσα εξοπλισμών, αναζωπυρώνει τις διακρατικές διαφωνίες και τις εντάσεις στις διαπολιτισμικές σχέσεις.
«Πιστεύω», συνέχισε ο πρόεδρος Μεντβέντεφ, ότι «η διεθνής ασφάλεια και συνεργασία σίγουρα θα ωφεληθούν από το γεγονός ότι οι Αμερικανοί εταίροι μας συνειδητοποίησαν την απαράδεκτη κυριαρχία μια χώρας παγκοσμίως, όπως τόνισε και πρόεδρος Ομπάμα στην ομιλία του στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών».
«Σίγουρα η προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα δεν θα είναι γρήγορη, αλλά είναι πολύ σημαντικό ότι η αμερικανική κυβέρνηση προτίθεται να ακολουθήσει πολυμερή διπλωματία και έχει συνειδητοποιήσει την ανάγκη να υπολογίζει στις δυνατότητες που προσφέρουν τα Ηνωμένα Έθνη» ήταν η απάντηση του Ρώσου προέδρου.
Όσον αφορά το νέο αμερικανικό αντιπυραυλικό σχέδιο, ο Ρώσος πρόεδρος «απέφυγε να το αξιολογήσει», τονίζοντας ότι πρέπει να συζητηθεί λεπτομερώς σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων και να αξιολογηθεί σε συνάρτηση με τα εθνικά συμφέροντα της Ρωσίας.
Σημειώνεται ότι ο Ρώσος πρόεδρος διόρθωσε δημοσιογράφο, ο οποίος τον ρώτησε για τις προοπτικές σύναψης συμφωνίας Ρωσίας-ΗΠΑ στον τομέα πυραυλικής άμυνας, σημειώνοντας ότι τέτοιο θέμα δεν υπάρχει δυστυχώς στην ατζέντα των συνομιλιών αλλά εξέφρασε την ικανοποίησή του για την απόφαση του προέδρου Ομπάμα να εγκαταλειφθούν τα σχέδια εγκατάστασης στρατηγικών αντιπυραυλικών συστημάτων στην Τσεχία και την Πολωνία.

Νέα επιστολή ΟΕΥ για τον κλάδο

Δημοσιεύουμε σήμερα και δεύτερη επιστολή από ΟΕΥ, σχετικά με την πορεία του κλάδου και τις ανησυχίες, που τώρα εκφράζουν. Προέρχεται από τον Γραμματέα Γ' ΟΕΥ, Κ. Δασκαλόπουλο.

Αγαπητοί συνάδελφοι,

Τελικά η διαφορά μεταξύ ανώδυνου, συμβιβαστικού και μαχητικού σύμφωνα με την ετοιμολογία που προτείνει η τρέχουσα διοίκηση του κλάδου μας, είναι απλά η μη ενασχόληση με τα πραγματικά προβλήματα και η αέναη διαμάχη με την προηγούμενη κατάσταση του ΔΣ.

Όταν ο νυν Γεν. Γραμματέας απέστελνε προ διετίας επιστολή προς όλους τους συναδέλφους, με την οποία ορθοτομούσε τις διαστάσεις του προβλήματος του κλάδου μας συμπυκνωμένα, δίχως δεύτερες σκέψεις και περιττές δολιχοδρομήσεις, πρότεινε ως σπουδαιότερη αναγκαιότητα την διεξαγωγή ειλικρινούς διαλόγου μεταξύ των συναδέλφων για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε τη στοιχειώδη αυτογνωσία που θα μας επέτρεπε να δούμε κατάματα το πρόβλημα που μας απασχολεί. Αυτό δεν έγινε ποτέ. Μάλιστα με αέναες προσπάθειες ανανεωνόταν η υποσχεσιολογία για την πραγματοποίηση συστηματικού διαλόγου στο μέλλον.

Ώσπου το ΔΣ απεφάσισε τελικώς να γίνει ουρά των πολιτικών εξελίξεων και να μετατρέψει το πραγματικό πρόβλημα 170 υπαλλήλων του Ελληνικού Δημοσίου, που είδαν την ολοκληρωτική απαλλοτρίωση των δικαιωμάτων τους και την λειτουργική υποβάθμιση της υπαλληλικής ιδιότητός τους, σε πολιτικό-κομματικό και μόνον. Θα μειδιά “δικαιωμένος” , θου Κύριε, ο γνωστός βουλευτής υβριστής του κλάδου μας, με τα καμώματα αυτά. Είναι δυνατόν να απεμπολούμε ελαφρά τη καρδία την πραγματική υπόσταση των προβλημάτων και να εκχωρούμε την λειτουργική προσωπική μας ανεξαρτησία εν ονόματι οιασδήποτε κομματικής φιλίας; Όχι και πάλι όχι. Δεν επιτρέπω προσωπικώς σε κανέναν να υποκαταστήσει την δημόσια εικόνα μου και τα φρονήματά μου όσον αφορά την οργάνωση της Πολιτείας και τους εκπροσώπους της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Διατηρώ έως εσχάτων το δικαίωμα τούτο να αφορά αποκλειστικώς εμένα και μάλιστα να προτάσσω την δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα και την άσκηση του καθήκοντος με την προσήκουσα κατά το Διοικητικό Δίκαιο αμεροληψία.

Προσωπική μου άποψη είναι ότι οι διαθέσεις του νυν Γεν. Γραμματέα του ΔΣ ήταν ειλικρινείς τότε, ίσως και να λαθεύω, αλλά εξακολουθώ να το πιστεύω. Σήμερα όμως έχει κυλήσει αρκετό νερό στο αυλάκι, που χάθηκε στο πέλαγος της ασυνενοησίας μεταξύ μας, με ευθύνη της εν μέσω δύσκολων διαδικασιών, εκλεχθείσας νέας διοίκησης, που προέκυψε από τις τελευταίες εκλογές. Φαίνεται ότι το ψυχικό χάσμα μεταξύ ορισμένων δεν έχει κλείσει και ούτε προσπάθησε κανείς να το γεφυρώσει. Ακόμα εξακολουθούν να υπάρχουν αναφορές στο τότε και στο τώρα με εξαιρετικά πικρό τόνο, που πληγώνουν όλους μας, καθώς μετέχουμε έκοντες άκοντες της κοινής ψυχικής μοίρας. Όμως δεν είναι αυτό το πρόβλημα του κλάδου, ή τουλάχιστον δεν ωφελεί κανέναν συνάδελφο αυτή η παράταση και ο μηρυκασμός παλαιοτέρων αρνητικών καταστάσεων, που βεβαίως έβλαψαν σε ορισμένο βαθμό τα συμφέροντα του κλάδου.

Δεν φταίει κανένας Δραγουμάνος και ανώνυμος επιστολογράφος για την αστοχία λόγων και έργων εκείνων που διαχειρίζονται τις τύχες του κλάδου. Η αποχή και συγγνωστή αμέλεια ενασχόλησης με τα του οίκου μας έχει κόστος επιμετρήσιμο και το διαπιστώσαμε μόλις σήμερα για μια εισέτι φορά, όταν η επιστολή-υπόμνημα του Δ.Σ. προς τον κ. Αντιπρόεδρο της Κυβερνήσεως, υπενθύμισε σε άπαντες την καχεκτικότητα των προτάσεών μας ως κλάδος εν συνόλω και την επαναδιατύπωση της εμμονής σε μονοδιάστατες λύσεις, που δεν εμπεριέχουν την προοπτική του μέλλοντος. Δεν υπάρχουν μοναδικές λύσεις - golden bullets.

Αγαπητοί συνάδελφοι, δεν θεωρώ ότι το κατατεθέν υπόμνημα είναι αντάξιο των προσδοκιών μας, ούτε στηρίζεται στα συμφέροντα ομοθυμαδόν όλων των συναδέλφων του κλάδου. Επιθυμώ να είμαι ξεκάθαρος κατά πάντα σε αυτή την κρίσιμη στιγμή για όλους μας.

Η ανάγκη να υπάρξουν σήμερα διακριτοί ρόλοι μεταξύ πολιτικής και οικονομικής διπλωματίας ήταν και είναι εφεύρημα συντεχνιασμού και ανάγκη διαρθωτική του καθ΄ ημάς διοικητικού συστήματος. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι καινοφανής και δυστυχώς έχει υιοθετηθεί και από τους συντάκτες του υπομνήματος. Εξακολουθεί όμως να μην λαμβάνεται υπόψη διόλου στις αναλύσεις και τις προτάσεις που προωθούνται.

Καθ΄ ην στιγμή οι θεωρίες έχουν σαρωθεί από την αναδιάρθρωση των διεθνών σχέσεων στο παγκόσμιο στερέωμα και νέες εκφράσεις της διπλωματίας εισβάλλουν στο ευρύτερο γνωσιολογικό περίγραμμα, εμείς στεκόμεθα απολιθωμένοι στο παρελθόν, ούτε καν στο παρόν. Περιβαλλοντική διπλωματία, πολιτιστική διπλωματία, ενεργειακή διπλωματία, δημόσια διπλωματία, εκκλησιαστική διπλωματία, οικονομική διπλωματία, διπλωματία της αγοράς, πολιτική διπλωματία, κοινοβουλευτική διπλωματία είναι υπαρκτές συστημικές κατηγοριοποιήσεις της ενιαίας ανάγκης να εκφραστεί το εθνικό συμφέρον των κρατών μέσα από την ίδρυση νέου τύπου διακρατικών σχέσεων.

Δυστυχώς και πάλι ο κλάδος βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων καθώς έχοντας υποστεί την “Μικρασιατική καταστροφή” του Ν. 3567/07, αποκλειστικής εμπνεύσεως ανθρώπων που δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις ανάγκες εξυπηρέτησης του εφικτού και μείζονος για τα εθνικά συμφέροντα, αλλά την προώθηση μικροσυμφερόντων που απέχουν από την έμπρακτη αποδοχή της ύπαρξης προβλημάτων στη διάρθωση και οργάνωση ενός εκ των πλέον σημαντικών Υπουργείων.

Αυτό είναι και το αμφιλεγόμενο σημείο, κατά την άποψή μου, της κατάντιας των δικαίων συμφερόντων των 170 συναδέλφων που συναπαρτίζουν έναν κλάδο που μπορεί να έχει μια μακρά διαδρομή στην Ελληνική Δημόσια Διοίκηση, αλλά ποτέ δεν τον “αγάπησε” κανείς! Δεν υπήρξε καμιά ουσιαστική και έμπρακτη συμπαράσταση των παραγωγικών τάξεων στην κατάργηση του κλάδου μας. Δεν αισθάνθηκε ουδείς την ανάγκη να εκφράσει την θλίψη του με κάτι περισσότερο από τα τετριμμένα τηλεγραφήματα συμπαράστασης των τεθλιμμένων συγγενών.

Πρέπει να παραδεχτούμε ότι εάν μετά από το 1947 και μέχρι σήμερα δεν έχει καταξιωθεί στη συνείδηση του επιχειρηματικού κόσμου ο θεσμός του εμπορικού ακολούθου, τούτο δεν συμβαίνει γιατί δεν προσέφερε στην ελληνική οικονομία καρπούς γόνιμους, αλλά γιατί σήμερα άλλα ζητά ο επιχειρηματίας και άλλη οργάνωση απαιτείται για την ουσιαστικοποίηση των ενεργειών προώθησης της οικονομικής διπλωματίας, που κακώς απεμπολεί ως έννοια στο υπόμνημά του το ΔΣ.

Η κρίσιμη λέξη που ακούγεται είναι ανασύσταση του κλάδου στα πρότυπα του Ν. 3196/03. Όμως αυτό είναι μια φενάκη για πολλούς λόγους, μείζων των οποίων είναι ότι ουδέποτε ο αδελφός (;) κλάδος των διπλωματικών υπαλλήλων το απεδέχθη. Έχουμε αποδεχθεί ότι ο Ν. 3196/03 περί οργάνωσης της Οικονομικής Διπλωματίας, εφαρμόστηκε δίνοντας όλες τις στρατηγικές αρμοδιότητες προώθησης εν συνόλω των πολιτικών στο προαναφερθέντα κλάδο. Γενικός Διευθυντής, Διευθυντές και τμηματάρχες, αλλά και στελέχη πρώτης γραμμής στην Β΄ Γενική Διεύθυνση, δεν ήταν υπάλληλοι του κλάδου μας. Δυστυχώς δε σε ορισμένες περιπτώσεις δεν το επεδίωξαν. Ο Ν. 3196/03 απλά έδωσε ένα θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση της οικονομικής διπλωματίας εντός του Υπ. Εξωτερικών. Δεν διασφάλισε την άσκησή του από τον κλάδο μας. Περί τούτου δεν χωρεί παρανόηση ουδεμία.

Το ερώτημα που αναδεχόμαστε είναι γιατί δεν μπόρεσε ούτε το προηγούμενο, αλλά ούτε και το νυν ΔΣ να ανοίξει έναν σοβαρό και καθαρό διάλογο με την ΕΔΥ, στη βάση της γόνιμης εφαρμογής του Ν. 3196/03 και της αποφυγής απαλλοτρίωσης de facto, δικαιωμάτων μας που δεν χρειαζόταν να τα “τακτοποιήσει” νομοθετικά ο Ν. 3566/07.

Είναι πεποίθησή μου ότι η κατάργησή του κλάδου μας και η υφαρπαγή των αρμοδιοτήτων μας δεν αύξησε το αίσθημα δικαίου της συντριπτικής πλειοψηφίας των μελών της ΕΔΥ. Τούτο άλλωστε στην πράξη αποδείχθηκε και από τον τρόπο εφαρμογής του νέου νόμου σε ουκ ολίγες περιπτώσεις. Παρά τα όποια επί μέρους παράπονα, η συντριπτική πλειοψηφία των συναδέλφων βρήκε τρόπο να συνεννοηθεί και με την ΣΤ1 για το κορυφαίο θέμα των μεταθέσεων, παρά τα όποια παρατράγουδα που αφορούν άλλωστε όλους τους κλάδους.

Ο κλάδος μας σήμερα συναπαρτίζεται από 170 συναδέλφους και δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει με σοβαρότητα ότι υπολείπονται σε αίσθηση καθήκοντος, ουσιαστικών και τυπικών προσόντων. Η λογική ότι τα τηλεγραφήματα που αφορούν πολιτικά θέματα αφορούν τους μεν και τα οικονομικά τους δε έχει καταβαραθρωθεί από την καθημερινότητα που βιώνουμε όλοι, είτε στην Κεντρική Υπηρεσία είτε στις Αρχές Εξωτερικού. Η διαμόρφωση του επιχειρήματος που θα διατυπώσει ο σύγχρονος διπλωμάτης (πολιτικός ή οικονομικός) αφορά το σύνολο των εθνικών συμφερόντων και δεν μπορεί να απορφανίζεται η αποτελεσματικότητά του από μια ανερμάτιστη μονομερή διαμόρφωση, που αγνοεί τα μεν της πολιτικής διπλωματίας και εστιάζεται στα δε της οικονομικής και τούμπαλιν. Πώς αλήθεια είναι δυνατόν να αντιπαρέλθει κανείς αυτό το πρωταρχικής αξίας γεγονός. Οφείλεται στην καχεξία του ελληνικού διοικητικού συστήματος να εντάξει δημιουργικές προτάσεις για πραγματική μεταρρύθμιση ή στην αδυναμία εξεύρεσης τρόπου αντιμετώπισης των συντεχνιακών αιτημάτων. Θεωρώ ότι και στις δυο περιπτώσεις εκείνο που απουσιάζει είναι η ειλικρίνεια των εμπλεκομένων μερών να αναζητήσουν πραγματικές λύσεις για όλους και όχι μεταβατικές, εμβαλωματικές λύσεις που θα αίρονται αναλόγως της πολιτικής καταστάσεως και των φίλα προσκείμενων στα κέντρα εξουσίας.

Οι υπάλληλοι του κλάδου ΟΕΥ που έχουν 20 και πλέον χρόνια υπηρεσίας στον κλάδο αυτό και μάλιστα σε διαφορετικά Υπουργεία, πρέπει να κατανοήσουν τους συναδέλφους που ατενίζουν το μέλλον με την προοπτική 30 ετών υπηρεσίας σε καθεστώς θεσμικής ομηρείας, είτε με καθαρό νόμο επανατροφοδότησης του κλάδου, είτε με την δυσχερέστατη παρούσα κατάσταση, προσπαθώντας να εμπνευστούν αποκλειστικά από την ανάγκη προσήλωσης στο υπηρεσιακό καθήκον παρά την μοιραία περιθωριοποίηση τους.

Έχω σταθερά ταχθεί υπέρμαχος της αρχής : η συγχώνευση αρμοδιοτήτων επιφέρει συγχώνευση των κλάδων. Αλλά εξηγούμεθα ˙ τούτο αποτελεί αναγκαιότητα για την ομοιογενή και νομότυπη οργάνωση του Υπ. Εξωτερικών και όχι για την προνομιακή μεταχείριση ενός κλάδου υπαλλήλων. Ειδικότερα η αρχή που εισήγαγε ο Ν.3566/07 και αναπαράχθηκε έντονα στην επόμενη περίοδο περί νέου τύπου διπλωματών, δεν προβλημάτισε διόλου το νέο ΔΣ και για να είμαστε ειλικρινείς δεν θα μπορούσε, καθώς το μείζον που προέκυψε ως ανάγκη αντιμετώπισης ήταν η κατάργηση του κλάδου ΟΕΥ. Ωστόσο δεν απετέλεσε ούτε σε δεύτερο χρόνο, στοιχείο δημιουργικού προβληματισμού και ανάπτυξης πρωτοβουλιών με επίκεντρο αυτό το ζητούμενο. Ποιος έχει δικαίωμα τελικά, είτε ως κλάδος είτε ατομικά να συμμετάσχει στο νέο εγχείρημα; Οι αποκλεισμοί που τέθηκαν από το νομοθετικό πλαίσιο είναι μαχητοί στη θεωρία μόνον ή και στα δικαστήρια; Η άποψή μου είναι καταφατική για αμφότερες τις εκδοχές διαχείρισης του προβλήματος. Αυτή είναι η νομοτελειακή εκδοχή της άποψής που υποστηρίζω.

Η άποψη του ΔΣ μάλλον είναι μονόδρομος και τούτο παγίδευσε τον κλάδο σε μη προοπτικές, αφού δεν θεωρώ ότι ενδεχόμενη έστω επαναφορά του καθεστώτος του Ν. 3196/03 (που ούτε αυτό δεν είναι ορατό ενδεχόμενο) θα απελευθερώνει τον κλάδο και την οικονομική διπλωματία από τα βαρίδια που εναπέθεσε και αυτός ο νόμος στην πράξη. Οι έννοιες : αντιστοιχία βαθμών, διεύθυνση γραφείου ΟΕΥ, διοίκηση Β΄ Γενικής Διεύθυνσης, δικαίωμα συμμετοχής στην διοίκηση του Υπουργείου Εξωτερικών όπως αυτό προβλέπεται και για τον έσχατο υπάλληλο άλλου κλάδου του ΥΠΕΞ αλλά και άλλων Υπουργείων εξελισσόμενος σε βαθμό έστω τμηματάρχη σε διαφορετικές διευθύνσεις, μη αποκλεισμός από την διοίκηση της ΥΔΑΣ, αντικατάσταση επικεφαλής Αρχής και σειρά άλλων θα αποτελούν μόνιμο σημείο τριβών με διαφορετικής ποιότητας χαρακτηριστικά ανά περίπτωση. Η συστοιχία προβλημάτων και το ισοζύγιο εξουσίας που ενσωματώνει η άσκηση διοικητικών καθηκόντων θα εξακολουθήσει να είναι σε βάρος μας και τούτο βεβαίως θα μακροημερεύσει τις παρούσες καχεξίες.

Θεωρώ ότι έστω την έσχατη ώρα πρέπει να συσταθεί επιτροπή με εκπροσώπους όλων των βαθμών και γενεών των ΟΕΥ (και εκείνων που θεωρούν ότι ο υπάλληλος ΟΕΥ είναι κατά πλάσμα …μη δικαίου εκτός του ΥΠΕΞ), οι οποίοι θα θέσουν τα θέματα στεγνά και ξεκάθαρα προς την ανεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης. Δεν ωφελεί και είναι άδικο να θυσιάζεται η μια γενεά υπέρ της άλλης, αλλά ούτε και να προσχωρήσουμε αναφανδόν στο εισπηδητικό μαρτύριο της αναμονής της πλήρους απαλλοτρίωσης των δικαιωμάτων μας μέχρι τελευταίου ΟΕΥ. Η λύση θα βρεθεί μόνον όταν υπάρξει διάλογος με την ΕΔΥ και τους λοιπούς συλλόγους του ΥΠΕΞ και την συνδρομή της πολιτείας αποκλειστικά και μόνο στη θεσμοθέτηση ολοκληρωμένης πρότασης που θα προσφέρει προοπτικές για όλους. Αρνούμαι να δεχτώ ότι ενδεχομένως εξακολουθούν να υπάρχουν ώτα μη ακουόντων πανταχόθεν. Οι προσθέσεις ωφελούν οι αφαιρέσεις μας αποξενώνουν από την πραγματικότητα.

Διατελών με τιμή προς άπαντες

Ο εν Σικάγω παρεπιδήμων

Κωνσταντίνος Δασκαλόπουλος Γραμματέας ΟΕΥ Γ΄

Ο "Ελληνικός Κύκλος" και η Συνθήκη της Λισσαβόνας

Στις 14 Οκτωβρίου 2009, ο «Ελληνικός Κύκλος» στις Βρυξέλλες οργάνωσε εκδήλωση-βιβλιοπαρουσίαση με θέμα την Συνθήκη της Λισσαβώνας. Κεντρικός ομιλητής ήταν ο συγγραφέας του βιβλίου «Οι Συνθήκες της Ε.Ε.» , Πάνος Παναγιωτόπουλος, Εμπειρογνώμων Πρεσβευτής Σύμβουλος, της Μόνιμης Ελληνικής Αντιπροσωπείας στις Βρυξέλλες. Την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους και τις άκρως ουσιαστικές πολιτικές τους παρεμβάσεις τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κυρία Μ. Κοππά (ΠΑ.ΣΟ.Κ.) και οι κύριοι Γ. Κουμουτσάκος (Ν.Δ.), Ν. Χουντής (ΣΥ.ΡΙΖ.Α.) και Μ. Τρεμόπουλος (Οικολόγοι - Πράσινοι). Στη συζήτηση συμμετείχαν επίσης εμπειρογνώμονες από το Συμβούλιο Υπουργών και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.Σημειωτέον ότι είχαν προσκληθεί ακόμη η N. Τζαβέλα (ΛΑ.Ο.Σ.) και ο κ.ς Τούσσας (Κ.Κ.Ε.), οι οποίοι δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων.

Τις εργασίες, χαιρέτησε επίσης, ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδος στην Ε.Ε., Θεόδωρος Σωτηρόπουλος. Στην εκδήλωση παρέστη ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, κ. Νικηφόρος Διαμαντούρος καθώς και πολυάριθμο ακροατήριο, κυρίως στελεχών των κοινοτικών οργάνων, που με τις ερωτήσεις του έδωσε στην εκδήλωση ένα πολύ ζωντανό χαρακτήρα.

Το βιβλίο του κ. Πάνου Παναγιωτόπουλου εκδόθηκε το 2008 σε μία ιστορική στιγμή θεσμικής αβεβαιότητας και ιστορικής αμηχανίας. Ο Π. Παναγιωτόπουλος ανέλαβε τον κίνδυνο να εκδώσει ένα πόνημα που ίσως δε θα δικαιωνόταν ποτέ ιστορικά, αφού το κείμενο της "Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης" αποτέλεσε, όπως συνέβη και με τη Συνθήκη της Νίκαιας στην Ε.Ε. των 15, αντικείμενο σφοδρών αμφισβητήσεων και εσωτερικής πολιτικής δοκιμασίας στα Κράτη Μέλη. Ωστόσο ο συγγραφέας με μακρά και δόκιμη εμπειρία στην εξέλιξη της ευρωπαϊκής θεσμικής ολοκλήρωσης, τόλμησε να αποτυπώσει την ιστορική συγκυρία και να αποδώσει με τον πιο εναργή, σαφή, συστηματικό και ωφέλιμο για τον αναγνώστη τρόπο τις αλληλουχίες των κρυφών και φανερών νοημάτων της νέων Συνθηκών.

Το πόνημα του κ. Παναγιωτόπουλου αποτελεί μία χρηστική και έγκυρη έκδοση που αποδίδει με ακαδημαϊκή μεθοδικότητα και πολιτική οξυδέρκεια αυτό που συχνά απουσιάζει από το ίδιο το πρωτογενές κείμενο : την απλότητα, τη σαφήνεια αλλά και την προβολή των αλλαγών στην ιστορικότητά τους (με αφετηρία το πρώτο Σχέδιο Συντάγματος που επεξεργάσθηκε η Συνέλευση μέχρι και το τελικό κείμενο που επεξεργάσθηκε η Διακυβερνητική Διάσκεψη του 2007). Στο πλαίσιο αυτό, ο συγγραφέας, μέσω της ανάδειξης των θεμελιακών αλλαγών, επιχειρεί την κριτική αποτίμησή τους εντοπίζοντας τα πιο καίρια προβλήματα που αναμένεται να ανακύψουν κατά την εφαρμογή τους.

Οι ομιλητές, μεταξύ άλλων, τόνισαν την σημασία των νέων Συνθηκών (Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και Συνθήκη για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) καθώς και την αξία των καινοτομιών τους για την περαιτέρω προώθηση του Ευρωπαϊκού οράματος, ιδίως σε ό,τι αφορά την ενίσχυση της δημοκρατικής λειτουργίας αλλά και την αποτελεσματικότητα της δράσης της Ένωσης. Παράλληλα, επισημάνθηκαν ορισμένες αδυναμίες τόσο στο πολιτικό όσο και στο θεσμικό επίπεδο, που σχετίζονται με την ανάγκη διασφάλισης της συνεργασίας και εύρυθμης λειτουργίας των νέων θεσμών που εισάγουν οι Συνθήκες, τη διατήρηση της αρχής της ομοφωνίας σε σημαντικούς τομείς πολιτικής και το αίτημα περαιτέρω ενίσχυσης του ρόλου των πολιτών στη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Σημειώνεται ότι πρόκειται για την πρώτη δημόσια εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες σχετικά με την Συνθήκη της Λισσαβώνας μετά το πρόσφατο ιρλανδικό δημοψήφισμα και την τυπική επικύρωσή της, από τον Πρόεδρο της Πολωνίας.