20 Οκτ 2009

Νέα επιστολή ΟΕΥ για τον κλάδο

Δημοσιεύουμε σήμερα και δεύτερη επιστολή από ΟΕΥ, σχετικά με την πορεία του κλάδου και τις ανησυχίες, που τώρα εκφράζουν. Προέρχεται από τον Γραμματέα Γ' ΟΕΥ, Κ. Δασκαλόπουλο.

Αγαπητοί συνάδελφοι,

Τελικά η διαφορά μεταξύ ανώδυνου, συμβιβαστικού και μαχητικού σύμφωνα με την ετοιμολογία που προτείνει η τρέχουσα διοίκηση του κλάδου μας, είναι απλά η μη ενασχόληση με τα πραγματικά προβλήματα και η αέναη διαμάχη με την προηγούμενη κατάσταση του ΔΣ.

Όταν ο νυν Γεν. Γραμματέας απέστελνε προ διετίας επιστολή προς όλους τους συναδέλφους, με την οποία ορθοτομούσε τις διαστάσεις του προβλήματος του κλάδου μας συμπυκνωμένα, δίχως δεύτερες σκέψεις και περιττές δολιχοδρομήσεις, πρότεινε ως σπουδαιότερη αναγκαιότητα την διεξαγωγή ειλικρινούς διαλόγου μεταξύ των συναδέλφων για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε τη στοιχειώδη αυτογνωσία που θα μας επέτρεπε να δούμε κατάματα το πρόβλημα που μας απασχολεί. Αυτό δεν έγινε ποτέ. Μάλιστα με αέναες προσπάθειες ανανεωνόταν η υποσχεσιολογία για την πραγματοποίηση συστηματικού διαλόγου στο μέλλον.

Ώσπου το ΔΣ απεφάσισε τελικώς να γίνει ουρά των πολιτικών εξελίξεων και να μετατρέψει το πραγματικό πρόβλημα 170 υπαλλήλων του Ελληνικού Δημοσίου, που είδαν την ολοκληρωτική απαλλοτρίωση των δικαιωμάτων τους και την λειτουργική υποβάθμιση της υπαλληλικής ιδιότητός τους, σε πολιτικό-κομματικό και μόνον. Θα μειδιά “δικαιωμένος” , θου Κύριε, ο γνωστός βουλευτής υβριστής του κλάδου μας, με τα καμώματα αυτά. Είναι δυνατόν να απεμπολούμε ελαφρά τη καρδία την πραγματική υπόσταση των προβλημάτων και να εκχωρούμε την λειτουργική προσωπική μας ανεξαρτησία εν ονόματι οιασδήποτε κομματικής φιλίας; Όχι και πάλι όχι. Δεν επιτρέπω προσωπικώς σε κανέναν να υποκαταστήσει την δημόσια εικόνα μου και τα φρονήματά μου όσον αφορά την οργάνωση της Πολιτείας και τους εκπροσώπους της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Διατηρώ έως εσχάτων το δικαίωμα τούτο να αφορά αποκλειστικώς εμένα και μάλιστα να προτάσσω την δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα και την άσκηση του καθήκοντος με την προσήκουσα κατά το Διοικητικό Δίκαιο αμεροληψία.

Προσωπική μου άποψη είναι ότι οι διαθέσεις του νυν Γεν. Γραμματέα του ΔΣ ήταν ειλικρινείς τότε, ίσως και να λαθεύω, αλλά εξακολουθώ να το πιστεύω. Σήμερα όμως έχει κυλήσει αρκετό νερό στο αυλάκι, που χάθηκε στο πέλαγος της ασυνενοησίας μεταξύ μας, με ευθύνη της εν μέσω δύσκολων διαδικασιών, εκλεχθείσας νέας διοίκησης, που προέκυψε από τις τελευταίες εκλογές. Φαίνεται ότι το ψυχικό χάσμα μεταξύ ορισμένων δεν έχει κλείσει και ούτε προσπάθησε κανείς να το γεφυρώσει. Ακόμα εξακολουθούν να υπάρχουν αναφορές στο τότε και στο τώρα με εξαιρετικά πικρό τόνο, που πληγώνουν όλους μας, καθώς μετέχουμε έκοντες άκοντες της κοινής ψυχικής μοίρας. Όμως δεν είναι αυτό το πρόβλημα του κλάδου, ή τουλάχιστον δεν ωφελεί κανέναν συνάδελφο αυτή η παράταση και ο μηρυκασμός παλαιοτέρων αρνητικών καταστάσεων, που βεβαίως έβλαψαν σε ορισμένο βαθμό τα συμφέροντα του κλάδου.

Δεν φταίει κανένας Δραγουμάνος και ανώνυμος επιστολογράφος για την αστοχία λόγων και έργων εκείνων που διαχειρίζονται τις τύχες του κλάδου. Η αποχή και συγγνωστή αμέλεια ενασχόλησης με τα του οίκου μας έχει κόστος επιμετρήσιμο και το διαπιστώσαμε μόλις σήμερα για μια εισέτι φορά, όταν η επιστολή-υπόμνημα του Δ.Σ. προς τον κ. Αντιπρόεδρο της Κυβερνήσεως, υπενθύμισε σε άπαντες την καχεκτικότητα των προτάσεών μας ως κλάδος εν συνόλω και την επαναδιατύπωση της εμμονής σε μονοδιάστατες λύσεις, που δεν εμπεριέχουν την προοπτική του μέλλοντος. Δεν υπάρχουν μοναδικές λύσεις - golden bullets.

Αγαπητοί συνάδελφοι, δεν θεωρώ ότι το κατατεθέν υπόμνημα είναι αντάξιο των προσδοκιών μας, ούτε στηρίζεται στα συμφέροντα ομοθυμαδόν όλων των συναδέλφων του κλάδου. Επιθυμώ να είμαι ξεκάθαρος κατά πάντα σε αυτή την κρίσιμη στιγμή για όλους μας.

Η ανάγκη να υπάρξουν σήμερα διακριτοί ρόλοι μεταξύ πολιτικής και οικονομικής διπλωματίας ήταν και είναι εφεύρημα συντεχνιασμού και ανάγκη διαρθωτική του καθ΄ ημάς διοικητικού συστήματος. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι καινοφανής και δυστυχώς έχει υιοθετηθεί και από τους συντάκτες του υπομνήματος. Εξακολουθεί όμως να μην λαμβάνεται υπόψη διόλου στις αναλύσεις και τις προτάσεις που προωθούνται.

Καθ΄ ην στιγμή οι θεωρίες έχουν σαρωθεί από την αναδιάρθρωση των διεθνών σχέσεων στο παγκόσμιο στερέωμα και νέες εκφράσεις της διπλωματίας εισβάλλουν στο ευρύτερο γνωσιολογικό περίγραμμα, εμείς στεκόμεθα απολιθωμένοι στο παρελθόν, ούτε καν στο παρόν. Περιβαλλοντική διπλωματία, πολιτιστική διπλωματία, ενεργειακή διπλωματία, δημόσια διπλωματία, εκκλησιαστική διπλωματία, οικονομική διπλωματία, διπλωματία της αγοράς, πολιτική διπλωματία, κοινοβουλευτική διπλωματία είναι υπαρκτές συστημικές κατηγοριοποιήσεις της ενιαίας ανάγκης να εκφραστεί το εθνικό συμφέρον των κρατών μέσα από την ίδρυση νέου τύπου διακρατικών σχέσεων.

Δυστυχώς και πάλι ο κλάδος βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων καθώς έχοντας υποστεί την “Μικρασιατική καταστροφή” του Ν. 3567/07, αποκλειστικής εμπνεύσεως ανθρώπων που δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις ανάγκες εξυπηρέτησης του εφικτού και μείζονος για τα εθνικά συμφέροντα, αλλά την προώθηση μικροσυμφερόντων που απέχουν από την έμπρακτη αποδοχή της ύπαρξης προβλημάτων στη διάρθωση και οργάνωση ενός εκ των πλέον σημαντικών Υπουργείων.

Αυτό είναι και το αμφιλεγόμενο σημείο, κατά την άποψή μου, της κατάντιας των δικαίων συμφερόντων των 170 συναδέλφων που συναπαρτίζουν έναν κλάδο που μπορεί να έχει μια μακρά διαδρομή στην Ελληνική Δημόσια Διοίκηση, αλλά ποτέ δεν τον “αγάπησε” κανείς! Δεν υπήρξε καμιά ουσιαστική και έμπρακτη συμπαράσταση των παραγωγικών τάξεων στην κατάργηση του κλάδου μας. Δεν αισθάνθηκε ουδείς την ανάγκη να εκφράσει την θλίψη του με κάτι περισσότερο από τα τετριμμένα τηλεγραφήματα συμπαράστασης των τεθλιμμένων συγγενών.

Πρέπει να παραδεχτούμε ότι εάν μετά από το 1947 και μέχρι σήμερα δεν έχει καταξιωθεί στη συνείδηση του επιχειρηματικού κόσμου ο θεσμός του εμπορικού ακολούθου, τούτο δεν συμβαίνει γιατί δεν προσέφερε στην ελληνική οικονομία καρπούς γόνιμους, αλλά γιατί σήμερα άλλα ζητά ο επιχειρηματίας και άλλη οργάνωση απαιτείται για την ουσιαστικοποίηση των ενεργειών προώθησης της οικονομικής διπλωματίας, που κακώς απεμπολεί ως έννοια στο υπόμνημά του το ΔΣ.

Η κρίσιμη λέξη που ακούγεται είναι ανασύσταση του κλάδου στα πρότυπα του Ν. 3196/03. Όμως αυτό είναι μια φενάκη για πολλούς λόγους, μείζων των οποίων είναι ότι ουδέποτε ο αδελφός (;) κλάδος των διπλωματικών υπαλλήλων το απεδέχθη. Έχουμε αποδεχθεί ότι ο Ν. 3196/03 περί οργάνωσης της Οικονομικής Διπλωματίας, εφαρμόστηκε δίνοντας όλες τις στρατηγικές αρμοδιότητες προώθησης εν συνόλω των πολιτικών στο προαναφερθέντα κλάδο. Γενικός Διευθυντής, Διευθυντές και τμηματάρχες, αλλά και στελέχη πρώτης γραμμής στην Β΄ Γενική Διεύθυνση, δεν ήταν υπάλληλοι του κλάδου μας. Δυστυχώς δε σε ορισμένες περιπτώσεις δεν το επεδίωξαν. Ο Ν. 3196/03 απλά έδωσε ένα θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση της οικονομικής διπλωματίας εντός του Υπ. Εξωτερικών. Δεν διασφάλισε την άσκησή του από τον κλάδο μας. Περί τούτου δεν χωρεί παρανόηση ουδεμία.

Το ερώτημα που αναδεχόμαστε είναι γιατί δεν μπόρεσε ούτε το προηγούμενο, αλλά ούτε και το νυν ΔΣ να ανοίξει έναν σοβαρό και καθαρό διάλογο με την ΕΔΥ, στη βάση της γόνιμης εφαρμογής του Ν. 3196/03 και της αποφυγής απαλλοτρίωσης de facto, δικαιωμάτων μας που δεν χρειαζόταν να τα “τακτοποιήσει” νομοθετικά ο Ν. 3566/07.

Είναι πεποίθησή μου ότι η κατάργησή του κλάδου μας και η υφαρπαγή των αρμοδιοτήτων μας δεν αύξησε το αίσθημα δικαίου της συντριπτικής πλειοψηφίας των μελών της ΕΔΥ. Τούτο άλλωστε στην πράξη αποδείχθηκε και από τον τρόπο εφαρμογής του νέου νόμου σε ουκ ολίγες περιπτώσεις. Παρά τα όποια επί μέρους παράπονα, η συντριπτική πλειοψηφία των συναδέλφων βρήκε τρόπο να συνεννοηθεί και με την ΣΤ1 για το κορυφαίο θέμα των μεταθέσεων, παρά τα όποια παρατράγουδα που αφορούν άλλωστε όλους τους κλάδους.

Ο κλάδος μας σήμερα συναπαρτίζεται από 170 συναδέλφους και δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει με σοβαρότητα ότι υπολείπονται σε αίσθηση καθήκοντος, ουσιαστικών και τυπικών προσόντων. Η λογική ότι τα τηλεγραφήματα που αφορούν πολιτικά θέματα αφορούν τους μεν και τα οικονομικά τους δε έχει καταβαραθρωθεί από την καθημερινότητα που βιώνουμε όλοι, είτε στην Κεντρική Υπηρεσία είτε στις Αρχές Εξωτερικού. Η διαμόρφωση του επιχειρήματος που θα διατυπώσει ο σύγχρονος διπλωμάτης (πολιτικός ή οικονομικός) αφορά το σύνολο των εθνικών συμφερόντων και δεν μπορεί να απορφανίζεται η αποτελεσματικότητά του από μια ανερμάτιστη μονομερή διαμόρφωση, που αγνοεί τα μεν της πολιτικής διπλωματίας και εστιάζεται στα δε της οικονομικής και τούμπαλιν. Πώς αλήθεια είναι δυνατόν να αντιπαρέλθει κανείς αυτό το πρωταρχικής αξίας γεγονός. Οφείλεται στην καχεξία του ελληνικού διοικητικού συστήματος να εντάξει δημιουργικές προτάσεις για πραγματική μεταρρύθμιση ή στην αδυναμία εξεύρεσης τρόπου αντιμετώπισης των συντεχνιακών αιτημάτων. Θεωρώ ότι και στις δυο περιπτώσεις εκείνο που απουσιάζει είναι η ειλικρίνεια των εμπλεκομένων μερών να αναζητήσουν πραγματικές λύσεις για όλους και όχι μεταβατικές, εμβαλωματικές λύσεις που θα αίρονται αναλόγως της πολιτικής καταστάσεως και των φίλα προσκείμενων στα κέντρα εξουσίας.

Οι υπάλληλοι του κλάδου ΟΕΥ που έχουν 20 και πλέον χρόνια υπηρεσίας στον κλάδο αυτό και μάλιστα σε διαφορετικά Υπουργεία, πρέπει να κατανοήσουν τους συναδέλφους που ατενίζουν το μέλλον με την προοπτική 30 ετών υπηρεσίας σε καθεστώς θεσμικής ομηρείας, είτε με καθαρό νόμο επανατροφοδότησης του κλάδου, είτε με την δυσχερέστατη παρούσα κατάσταση, προσπαθώντας να εμπνευστούν αποκλειστικά από την ανάγκη προσήλωσης στο υπηρεσιακό καθήκον παρά την μοιραία περιθωριοποίηση τους.

Έχω σταθερά ταχθεί υπέρμαχος της αρχής : η συγχώνευση αρμοδιοτήτων επιφέρει συγχώνευση των κλάδων. Αλλά εξηγούμεθα ˙ τούτο αποτελεί αναγκαιότητα για την ομοιογενή και νομότυπη οργάνωση του Υπ. Εξωτερικών και όχι για την προνομιακή μεταχείριση ενός κλάδου υπαλλήλων. Ειδικότερα η αρχή που εισήγαγε ο Ν.3566/07 και αναπαράχθηκε έντονα στην επόμενη περίοδο περί νέου τύπου διπλωματών, δεν προβλημάτισε διόλου το νέο ΔΣ και για να είμαστε ειλικρινείς δεν θα μπορούσε, καθώς το μείζον που προέκυψε ως ανάγκη αντιμετώπισης ήταν η κατάργηση του κλάδου ΟΕΥ. Ωστόσο δεν απετέλεσε ούτε σε δεύτερο χρόνο, στοιχείο δημιουργικού προβληματισμού και ανάπτυξης πρωτοβουλιών με επίκεντρο αυτό το ζητούμενο. Ποιος έχει δικαίωμα τελικά, είτε ως κλάδος είτε ατομικά να συμμετάσχει στο νέο εγχείρημα; Οι αποκλεισμοί που τέθηκαν από το νομοθετικό πλαίσιο είναι μαχητοί στη θεωρία μόνον ή και στα δικαστήρια; Η άποψή μου είναι καταφατική για αμφότερες τις εκδοχές διαχείρισης του προβλήματος. Αυτή είναι η νομοτελειακή εκδοχή της άποψής που υποστηρίζω.

Η άποψη του ΔΣ μάλλον είναι μονόδρομος και τούτο παγίδευσε τον κλάδο σε μη προοπτικές, αφού δεν θεωρώ ότι ενδεχόμενη έστω επαναφορά του καθεστώτος του Ν. 3196/03 (που ούτε αυτό δεν είναι ορατό ενδεχόμενο) θα απελευθερώνει τον κλάδο και την οικονομική διπλωματία από τα βαρίδια που εναπέθεσε και αυτός ο νόμος στην πράξη. Οι έννοιες : αντιστοιχία βαθμών, διεύθυνση γραφείου ΟΕΥ, διοίκηση Β΄ Γενικής Διεύθυνσης, δικαίωμα συμμετοχής στην διοίκηση του Υπουργείου Εξωτερικών όπως αυτό προβλέπεται και για τον έσχατο υπάλληλο άλλου κλάδου του ΥΠΕΞ αλλά και άλλων Υπουργείων εξελισσόμενος σε βαθμό έστω τμηματάρχη σε διαφορετικές διευθύνσεις, μη αποκλεισμός από την διοίκηση της ΥΔΑΣ, αντικατάσταση επικεφαλής Αρχής και σειρά άλλων θα αποτελούν μόνιμο σημείο τριβών με διαφορετικής ποιότητας χαρακτηριστικά ανά περίπτωση. Η συστοιχία προβλημάτων και το ισοζύγιο εξουσίας που ενσωματώνει η άσκηση διοικητικών καθηκόντων θα εξακολουθήσει να είναι σε βάρος μας και τούτο βεβαίως θα μακροημερεύσει τις παρούσες καχεξίες.

Θεωρώ ότι έστω την έσχατη ώρα πρέπει να συσταθεί επιτροπή με εκπροσώπους όλων των βαθμών και γενεών των ΟΕΥ (και εκείνων που θεωρούν ότι ο υπάλληλος ΟΕΥ είναι κατά πλάσμα …μη δικαίου εκτός του ΥΠΕΞ), οι οποίοι θα θέσουν τα θέματα στεγνά και ξεκάθαρα προς την ανεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης. Δεν ωφελεί και είναι άδικο να θυσιάζεται η μια γενεά υπέρ της άλλης, αλλά ούτε και να προσχωρήσουμε αναφανδόν στο εισπηδητικό μαρτύριο της αναμονής της πλήρους απαλλοτρίωσης των δικαιωμάτων μας μέχρι τελευταίου ΟΕΥ. Η λύση θα βρεθεί μόνον όταν υπάρξει διάλογος με την ΕΔΥ και τους λοιπούς συλλόγους του ΥΠΕΞ και την συνδρομή της πολιτείας αποκλειστικά και μόνο στη θεσμοθέτηση ολοκληρωμένης πρότασης που θα προσφέρει προοπτικές για όλους. Αρνούμαι να δεχτώ ότι ενδεχομένως εξακολουθούν να υπάρχουν ώτα μη ακουόντων πανταχόθεν. Οι προσθέσεις ωφελούν οι αφαιρέσεις μας αποξενώνουν από την πραγματικότητα.

Διατελών με τιμή προς άπαντες

Ο εν Σικάγω παρεπιδήμων

Κωνσταντίνος Δασκαλόπουλος Γραμματέας ΟΕΥ Γ΄