22 Μαΐ 2009

Ευρώ - Τουρκικές Σχέσεις: η τουρκική ανάλυση

Την πεποίθησή του ότι το άνοιγμα των τουρκικών αεροδρομίων και λιμανιών σε κυπριακά αεροσκάφη και πλοία θα αποτελέσει το αντικείμενο ενός συμβιβασμού τους επόμενους μήνες, με αντάλλαγμα την άρση της απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων από την πλευρά της ΕΕ, εξέφρασε ο διευθυντής της έδρας τουρκικών σπουδών του London School of Economics, καθηγητής Sevket Pamuk, σε εισήγησή του στο πλαίσιο σημερινής εκδήλωσης στις Βρυξέλλες για τις ευρωτουρκικές σχέσεις.

Η εν λόγω ημερίδα/συζήτηση είχε ως θέμα την οικονομική και πολιτισμική διάσταση και τις προοπτικές των σχέσεων Τουρκίας-ΕΕ και οργανώθηκε από κοινού από το London School of Economics και την τουρκική οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών TR PLUS, η οποία έχει ως στόχο την προώθηση της τουρκικής υποψηφιότητας για ένταξη στην ΕΕ. Ομιλητές ήταν ο τούρκος καθηγητής Οικονομικής Ιστορίας Sevket Pamuk και η τουρκάλα καθηγήτρια με ειδίκευση στα θέματα πολιτικού Ισλάμ και πρόεδρος του τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Bahcesehir της Κων/πολης Binnaz Toprak, ενώ η όλη εκδήλωση χρηματοδοτήθηκε από το ίδρυμα του γνωστού μεγιστάνα του τουρκικού Τύπου Aydın Doğan.

Και οι δύο ομιλητές εμφανίστηκαν ιδιαίτερα προβληματισμένοι από τη διαφαινόμενη υποχώρηση της δυναμικής της τουρκικής ένταξης, η οποία, γίνεται αντιληπτή, όπως χαρακτηριστικά τόνισαν, τόσο από τις εχθρικές δηλώσεις ευρωπαίων ηγετών όσο και από την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού στην ίδια την Τουρκία.

Σε αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, το μήνυμα που επιχείρησαν να περάσουν οι δύο διακεκριμένοι ομιλητές στην κατάμεστη αίθουσα όπου βρίσκονταν, μεταξύ άλλων, πολλά στελέχη ευρωπαϊκών οργάνων, συνοψίζεται στα εξής: Όσο εντείνεται η αντιτουρκική ρητορική της ΕΕ τόσο περισσότερο αποξενώνεται η τουρκική κοινή γνώμη από την Ευρώπη, γεγονός που λειτουργεί ανασταλτικά και δυσχεραίνει τις όποιες προσπάθειες της τουρκικής κυβέρνησης να επικεντρωθεί στην ευρωπαϊκή ατζέντα προωθώντας τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και την επίλυση εκκρεμών ζητημάτων, όπως το Κυπριακό, το Κουρδικό και οι σχέσεις με την Αρμενία.

Σε κάθε περίπτωση, τόνισαν, η ΕΕ δεν πρέπει να εξαντλεί στο κυβερνών ισλαμικό κόμμα AKP τον κύκλο των συνομιλητών της για τα ευρωτουρκικά. Αντίθετα, θα πρέπει να φροντίσει να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των φιλοευρωπαϊκών ελίτ και της μεσαίας τάξης, στέλνοντας το μήνυμα ότι η τουρκική ένταξη θα έχει ευεργετικές επιπτώσεις σε κοινωνικά πεδία, όπως π.χ. την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των γυναικών, όπου η ισλαμική κυβέρνηση εμφανίζεται απρόθυμη να αναλάβει τις σχετικές πρωτοβουλίες.

Με τη σειρά της και η Αξιωματική Αντιπολίτευση / CHP (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό κόμμα) θα πρέπει να αναλάβει εξίσου τις ευθύνες που της αναλογούν και να υιοθετήσει μια περισσότερο φιλοευρωπαϊκή στάση χωρίς να καταφεύγει σε μια στείρα αντιπολίτευση προς το AKP, καθώς η ένταξη στην ΕΕ δεν μπορεί να αποτελεί θέμα μόνον ενός κόμματος, κατέληξαν οι δύο ομιλητές.

Αν και δεν αρνήθηκαν ότι και η Τουρκία έχει πολύ δρόμο ακόμα να διανύσει σε ό,τι αφορά την ικανοποίηση των ενταξιακών κριτηρίων, οι δύο ομιλητές απέδωσαν την ανακοπή της δυναμικής της τουρκικής ένταξης στην «όψιμη», όπως την χαρακτήρισαν, εναντίωση κάποιων ευρωπαίων ηγετών στην τουρκική ένταξη στην ΕΕ και την αρνητική επίδραση των απαξιωτικών για την Τουρκία δηλώσεών τους στην τουρκική κοινή γνώμη. Κατά τη γνώμη τους, οι όποιες ενστάσεις για την Τουρκία θα έπρεπε να είχαν διατυπωθεί πριν από το 2004 όταν η ΕΕ χορήγησε στην Τουρκία το καθεστώς της υποψήφιας χώρας.

Σε ό,τι αφορά την παρατηρούμενη επιβράδυνση των μεταρρυθμίσεων από την πλευρά της τουρκικής κυβέρνησης, οι ομιλητές εξέφρασαν την άποψη ότι η απροθυμία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να πάρει θέση στη διαμάχη περί της χρήσης της ισλαμικής μαντίλας στα τουρκικά πανεπιστήμια, με το σκεπτικό ότι αποτελεί ένα «εσωτερικό ζήτημα», προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στο ισλαμικό κόμμα, το οποίο προσέβλεπε στην ευρωπαϊκή στήριξη στην προσπάθειά του να κατοχυρώσει τις θρησκευτικές ελευθερίες στην Τουρκία.

Η αίσθηση ότι η ΕΕ δεν σκοπεύει να σταθεί αρωγός στην προσπάθεια αυτή, σε συνδυασμό με τη μεταστροφή της τουρκικής κοινής γνώμης απέναντι στην ΕΕ, είχαν ως αποτέλεσμα η ισλαμική κυβέρνηση να μην εμφανίζει πλέον την ίδια προθυμία να ανταποκριθεί στις ενταξιακές υποχρεώσεις της, επιδεικνύοντας συμπτώματα ‘κόπωσης’. Και όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι η ραχοκοκαλιά του κόμματος AKP είχε αρχικά ταχτεί αναφανδόν υπέρ της σύγκλισης με την ΕΕ, εφόσον το εν λόγω κόμμα εξέφραζε τα στρώματα εκείνα του πληθυσμού που ευνοήθηκαν κατ’ εξοχήν από το άνοιγμα της τουρκικής οικονομίας και τη σύγκλιση με την ΕΕ κατά τα χρόνια που ακολούθησαν την υπογραφή της τελωνειακής ένωσης ΕΕ-Τουρκίας.

Ερωτηθέντες για το κατά πόσον η προοπτική της δημιουργίας μιας προνομιακής εταιρικής σχέσης αντί της πλήρους ένταξης, καλύπτει τα τουρκικά συμφέροντα, οι δύο ομιλητές υπογράμμισαν ότι κατ’ αρχήν, η Τουρκία δεν χρειάζεται την ΕΕ για να γίνει μια σημαντική οικονομική δύναμη, καθώς η χώρα μπορεί να αντλήσει πλούσια οφέλη από την σύσφιγξη των οικονομικών δεσμών της με τις γειτονικές χώρες. Ωστόσο, δεν παρέλειψαν να τονίσουν ότι η οικονομική ευημερία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το ευρύτερο πολιτικό κλίμα και στο πλαίσιο αυτό, σημείωσαν ότι η Τουρκία έχει ανάγκη την ΕΕ στο βαθμό που μόνον η τελευταία είναι σε θέση να εγγυηθεί την εδραίωση των δημοκρατικών θεσμών και την ομαλή λειτουργία του κράτους δικαίου. Με άλλα λόγια, μόνον η πλήρης ένταξη στην ΕΕ μπορεί, κατά τη γνώμη τους, να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία των πολιτικών θεσμών στην Τουρκία, διαμορφώνοντας, συνακόλουθα, τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την προώθηση των οικονομικών σχέσεων και την επίτευξη της ευημερίας.

Κληθέντες να σχολιάσουν την άποψη ότι το ισλαμικό κόμμα διαθέτει, ενδεχομένως, μια ‘κρυφή ατζέντα’ για την εγκαθίδρυση ενός ισλαμικού κράτους μόλις οι περιστάσεις το επιτρέψουν, οι ομιλητές εμφανίστηκαν αντίθετοι με τις εκτιμήσεις αυτές, τονίζοντας ότι στην Τουρκία δεν υπάρχει πρόσφορο έδαφος για παρόμοιες βλέψεις, καθώς, σύμφωνα με σχετικές δημοσκοπήσεις μόλις το 8% των Τούρκων επικροτεί την προοπτική δημιουργίας ενός ισλαμικού κράτους.

Σε ό,τι αφορά το διαφαινόμενο εξισλαμισμό της τουρκικής κοινωνίας, ο οποίος γίνεται αντιληπτός και από την αμφίεση πολλών γυναικών τόσο στην ύπαιθρο όσο και στα αστικά κέντρα, η B. Toprak εξέφρασε την άποψη ότι η εικόνα αυτή δεν αποτυπώνει παρά την βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των ισλαμιστών και το γεγονός ότι καταλαμβάνουν μεγαλύτερο χώρο στη δημόσια ζωή, με αποτέλεσμα να είναι πλέον «περισσότερο εκτεθειμένοι στη δημόσια θέα».

Τέλος, αναφερόμενη στο Κυπριακό, η B. Toprak, υπογράμμισε ότι δεν αποτελεί πλέον ένα θέμα - ‘ταμπού’ όπως συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια, με αποτέλεσμα να ακούγονται πλέον φωνές οι οποίες αμφισβητούν τις επίσημες κυβερνητικές θέσεις, κάτι που όχι μόνο θα ήταν αδιανόητο μέχρι πρότινος αλλά θα επέσυρε και ποινική καταδίκη. Από την πλευρά του ο S. Pamuk, υπενθύμισε ότι το 2004 οι Τoυρκοκύπριοι ψήφισαν υπέρ του σχεδίου Ανάν, ενώ οι Ελληνοκύπριοι το καταψήφισαν, καθώς επίσης και ότι η ΕΕ είχε υποσχεθεί, δια στόματος μάλιστα του τότε βρετανού πρωθυπουργού Τ. Μπλερ, ότι θα προχωρήσει στην άρση της απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων. Κατά τον τούρκο πανεπιστημιακό, η αδυναμία της ΕΕ να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της είχε ως αποτέλεσμα οι Τουρκοκύπριοι να απογοητευτούν και να στραφούν στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές προς άλλα κόμματα, μεταβάλλοντας το πολιτικό σκηνικό.

· [Σημ. ΔΡΑΓΟΥΜΑΝΟΥ] Εν ολίγοις οι δυο τούρκοι καθηγητές καλούν την Ευρώπη να δώσει «πράσινο φως» στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, παραβλέποντας τα όσα κάνει σε βάρος ευρωπαϊκών κεκτημένων αλλά και αδιαφορώντας για την υλοποίηση των υπεσχημένων βάσει του πρωτοκόλλου, στη λογική «να μην αποθαρρυνθούν» οι φίλο-ευρωπαϊκές δυνάμεις. Όσο για την Κύπρο, επικαλούνται ξανά το αναμασημένο επιχείρημα τις ψήφισαν οι μεν και οι δε. Μα ακριβώς γι αυτό το λόγο έγινε το δημοψήφισμα, για να επιλέξουν

Το κείμενο προέρχεται από το ΓΤ Βρυξελλών