7 Σεπ 2009

ΑΝΑΛΥΣΗ- Kύπρος: το κόστος της αποτυχίας

Η προοπτική επίλυσης του Κυπριακού στην παρούσα φάση και το τίμημα ενδεχόμενης αποτυχίας των προσπαθειών για την επίλυσή του, αναφέρεται άρθρο του Sir David Hanney, Ειδικού απεσταλμένου της Βρετανίας στην Κύπρο από το 1996 έως το 2003, που καταχωρίζεται στην ηλεκτρονική σελίδα της Βρετανικής δεξαμενής σκέψης Centre for European Reform με τίτλο «Cyprus: the cost of failure». Αναφέρει εκεί ο βρετανός αναλυτής.

Ο τελευταίος γύρος διαπραγματεύσεων για επίλυση του προβλήματος στο νησί πιθανότατα θα φτάσει σε αποφασιστικό σημείο στο τέλος του 2009 ή στις αρχές του 2010. Η Κύπρος είναι πια μέλος της ΕΕ και ο ρόλος της Τουρκίας στην επίλυση είναι στενά συνδεδεμένος με τις διαπραγματεύσεις για την είσοδο της στην ΕΕ.

Το 2004 η Τουρκοκυπριακή πλευρά κατόπιν δημοψηφίσματος δέχθηκε το λεγόμενο Σχέδιο Ανάν. Η Ελληνοκυπριακή πλευρά ψήφισε όχι. Σήμερα όμως οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων ψήφισε είτε τον υποψήφιο της Αριστερής παράταξης, Χριστόφια, είτε τον ανεξάρτητο υποψήφιο Κασουλίδη, απορρίπτοντας τον Τάσσο Παπαδόπουλο. Το χάσμα βέβαια παραμένει, βελτιώνονται όμως οι προοπτικές προσέγγισης.

Η εστίαση και το πλαίσιο των διαπραγματεύσεων έχουν αλλάξει. Ο Ψυχρός Πόλεμος και η Σοβιετική Ένωση δεν υπάρχουν – αντίθετα έχει αναδειχθεί ένας νέος παίχτης, η ΕΕ, δημιουργώντας προσδοκίες ένταξης στις δύο πλευρές της Κύπρου και στην Τουρκία.

Αναφορικά με τον κεντρικό ρόλο της ΕΕ στη διαδικασία, ο Sir David Hanney επισημαίνει τα εξής:

Παρόλο που η διαπραγματευτική διαδικασία ανάμεσα στις δυο πλευρές της Κύπρου υπό την αιγίδα του ΟΗΕ θα έχει μια δική της λογική και δυναμική, πιθανότατα θα επισκιαστεί από το θέμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας. Η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι έχασαν την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τις μακρές ενταξιακές συνομιλίες της ελληνοκυπριακής πλευράς, έτσι η Κύπρος έγινε δεκτή στην ΕΕ διχοτομημένη. Η Τουρκία δεν μπορεί να γίνει μέλος της ΕΕ, ενώ παραμένει η υπάρχουσα κατάσταση στο νησί, ούτε μπορεί να αναμένει κανείς ότι μια Τουρκία διωγμένη από την ΕΕ θα συναινούσε σε μια λύση αποδεκτή από τους ελληνοκύπριους. Για το λόγο αυτό, οι σημερινές συνθήκες δεν συνιστούν την «τελευταία ευκαιρία» επίλυσης του προβλήματος, καθώς όσο υπάρχει έστω και μια ελπίδα εισόδου της Τουρκίας στην ΕΕ θα υπάρχει και ελπίδα επίλυσης του Κυπριακού.

Το δύσκολο σημείο όσον αφορά το Κυπριακό, είναι ότι δεν είναι τόσο καίριο και επείγον ώστε να εξαναγκάσει και τις δυο πλευρές να βρουν μια λύση, ούτε είναι τόσο δευτερεύον ώστε να κάνουν και οι δυο πλευρές συμβιβασμούς και να βρεθεί μία πολιτικά βιώσιμη λύση. Η πρόκληση που αντιμετωπίζουν τώρα ο Πρόεδρος Χριστόφιας, ο Mehmet Ali Talat και ο Alexander Downer είναι να μπορέσουν να κρατηθούν εντός του πλαισίου που ορίζουν οι Συμφωνίες του 1997 και 1979 για διζωνική και δικοινοτική ομοσπονδία, να κάνουν την καλύτερη δυνατή χρήση των ιδεών που συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν στους προηγούμενους γύρους διαπραγματεύσεων και να βρουν τρόπους να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα που έκριναν το αποτέλεσμα των προηγούμενων δημοψηφισμάτων.

Στη συνέχεια ο Sir David Hanney εξετάζει το ενδεχόμενο αποτυχίας των πρόσφατων διαπραγματεύσεων: Εάν αυτή η τελευταία προσπάθεια αποτύχει ποιες θα ήταν οι επιπλοκές για τις δύο πλευρές στο νησί, αλλά και για όσους εμπλέκονται στο Κυπριακό όπως Τουρκία, Ελλάδα, η ΕΕ και οι Ηνωμένες Πολιτείες, διερωτάται. Πολλά θα εξαρτηθούν όπως είναι φυσικό από τη συγκυρία αυτής της αποτυχίας και από το κατά πόσο αυτή βαρύνει εξίσου τις δύο πλευρές ή μία από αυτές, επισημαίνει. Ακόμα περισσότερα θα εξαρτηθούν από το κατά πόσο θεωρείται γενικά ότι η αποτυχία θέτει τέλος σε οποιαδήποτε πιθανότητα επανένωσης του νησιού και μαζί με αυτό οποιαδήποτε πιθανότητα της Τουρκίας να ενταχθεί στην ΕΕ ή εάν πρόκειται απλώς για έναν επιπλέον σταθμό στη μακρά και οδυνηρή πορεία για την εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό.

Στη δεύτερη περίπτωση το βόρειο τμήμα θα παραμείνει σε κάποια βαθμό απομονωμένο, με περιορισμένη οικονομική δραστηριότητα και εξαρτώμενο από την γενναιοδωρία της Τουρκίας, δυσαρεστημένο από μία κατάσταση την οποία θεωρεί προδοσία από την πλευρά της ΕΕ των υποσχέσεων για βελτίωση των σχέσεων στους τομείς εμπορίου και μεταφοράς που είχε δώσει η ΕΕ στους Τουρκοκύπριους όταν ψήφισαν ‘ναι’ στο δημοψήφισμα του 2004. Δεν είναι εύκολο να δούμε πώς υπ’ αυτές τις συνθήκες η ΕΕ θα μπορούσε να ξεπεράσει τις αντιδράσεις ενός εκ των μελών της (της Κύπρου) στην εξαργύρωση αυτών των υποσχέσεων. Μέχρι στιγμής οι αντιρρήσεις της έχουν πάντα υπερισχύσει. Αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να οδηγήσει στην εκλογή ενός Προέδρου στη Βόρεια Κύπρο που υποστηρίζει λιγότερο την επίλυση του προβλήματος από τον σημερινό, γεγονός που θα μπορούσε να περιπλέξει (αλλά όχι και να ματαιώσει εντελώς εάν η Τουρκία το επιθυμούσε) οποιαδήποτε μετέπειτα κίνηση για διαπραγματεύσεις.

Οι Eλληνοκύπριοι θα συνέχιζαν να ευημερούν εντός της ΕΕ, χρησιμοποιώντας τους μηχανισμούς τους προκειμένου να παρεμποδίσουν τους Τούρκους και τους Τουρκοκύπριους, αλλά και προσπαθώντας παράλληλα να αποφύγουν να βάλουν οριστικά τέλος στις προοπτικές ένταξης της Τουρκίας, ενώ θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν παράπλευρες ζημιές στις σχέσεις ΕΕ/ΝΑΤΟ.

Οι προοπτικές των συνομιλιών στο Κυπριακό σχετίζονται (αλληλεπιδρούν) επίσης με πολλά προβλήματα που αφορούν στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας. Η τουρκική κυβέρνηση έχει λανθασμένα αρνηθεί να επεκτείνει τα προνόμια της συμφωνίας για την τελωνειακή ένωση στη διχασμένη Κύπρο. Η ΕΕ έχει ανταποδώσει παγώνοντας μία σειρά από κεφάλαια. Η ΕΕ αναμένεται να επανεξετάσει την κατάσταση το φθινόπωρο του 2009 και διπλωμάτες προειδοποιούν ότι ορισμένες από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που δε θέλουν να δουν την Τουρκία ως πλήρες μέλος μπορεί να το θεωρήσουν αυτό ως ευκαιρία για να ζητήσουν την αναβολή των διαπραγματεύσεων.

Στο άμεσο μέλλον είναι ενδεχομένως δυνατό να περιοριστεί περαιτέρω ζημιά από μία κατάρρευση των συνομιλιών για το Κυπριακό σε αυτή την ήδη τεταμένη κατάσταση ανάμεσα στην Τουρκία και την ΕΕ. Μακροπρόθεσμα όμως η ζημιά αυτή είναι πολύ πιθανό να είναι μεγαλύτερη. Τόσο η Τουρκία, όσο και όλοι όσοι θέλουν να δουν την Τουρκία να ενταχθεί στην ΕΕ, θα πρέπει να βρουν ένα τρόπο να ξαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό. Εντούτοις οι περιστάσεις στο μέλλον είναι μάλλον απίθανο να είναι πιο ευνοϊκές από ότι οι παρούσες. Αυτό εξαιτίας του γεγονότος ότι όσο πιο κοντά κινούνται προς την κατάληξή τους οι διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να ξεκινήσουν ανταλλάγματα μεταξύ τους, γεγονός που η Τουρκία βρίσκει αδύνατο να δεχθεί.

Το ζοφερό σενάριο, συνεχίζει, ο Sir David Hanney περιλαμβάνει το σενάριο να καταρρεύσουν τόσο οι φιλοδοξίες της Τουρκίας όσο και η οι προοπτικές για επίλυση του Κυπριακού στο άμεσο μέλλον. Στην περίπτωση αυτή δεν θα υπήρχε καμία αυτοσυγκράτηση (constraint) στα δύο βασικά εμπλεκόμενα μέρη. Αποτελεί πειρασμό αλλά δεν είναι ρεαλιστικό – παρόλο που υπάρχουν ενδείξεις που μαρτυρούν ότι οι νέες γενιές και στις δύο πλευρές του νησιού έχουν βαρεθεί και τείνουν προς τη διατήρηση του status quo - να υποθέσει κανείς ότι το σενάριο αυτό θα απάλλασσε τα δύο μέρη από οποιεσδήποτε μη ρεαλιστικές φιλοδοξίες και θα τους οδηγούσε σε πραγματιστική συνεργασία. Υποπτεύομαι εντούτοις ότι δεν έχει ακόμη γεννηθεί η γενιά των ελληνοκυπρίων πολιτικών που θα ήταν έτοιμη να δεχτεί ότι δεν θα αποκτήσουν εκ νέου το μεγαλύτερο κομμάτι της Κύπρου που θα έφερνε ένα διακανονισμός ή την επανάκτηση των περιουσιών τους στο βορρά. Και εν πάσει περιπτώσει, ενώ οι Τουρκοκύπριοι θα ήταν πιθανόν σχετικά ικανοποιημένοι με το status quo, μία Τουρκία η οποία θα έχει οριστικά απορριφθεί από την ΕΕ θα αποτελούσε δυσάρεστο γείτονα και σύμμαχο. Η σχέση της με την ΕΕ θα ήταν κακή και θα δημιουργούνταν προβλήματα στην προσέγγιση με την Ελλάδα. Η Τουρκία θα αντιμετώπιζε τον πειρασμό να υιοθετήσει μία ξεκάθαρα αντι-δυτική στάση και γενικά το πιθανότερο είναι ότι στην ανατολική Μεσόγειο θα επικρατούσε για άλλη μία φορά αστάθεια και ανασφάλεια.

Η γεωγραφική θέση της Κύπρου, οι δυνατότητές της ως μία οικονομία που βασίζεται κατά κύριο λόγο στην παροχή υπηρεσιών και το εργατικό της δυναμικό που έχει πολύ καλή εκπαίδευση και από τις δύο πλευρές της διαχωριστικής γραμμής, σημαίνει ότι έχει την ιδανική θέση για την κεφαλαιοποίηση της ελεύθερης πρόσβασης στη μαζική τουρκική αγορά, όπως αποδεικνύει η επικράτηση των ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων στις αγορές της Μέσης Ανατολής.

Με ένα διακανονισμό στον ορίζοντα η Κύπρος θα εγκατέλειπε την τακτική της για παρεμπόδιση στις Βρυξέλλες που έχει μέχρι σήμερα βάλει τόσα εμπόδια στην ένταξη στης Τουρκίας. Ορισμένοι διπλωμάτες εκτιμούν ωστόσο ότι εάν φύγει από τη μέση το εμπόδιο της Κύπρου αυτό θα αποκάλυπτε τα υπόλοιπα προβλήματα που σχετίζονται με την ένταξη της Τουρκίας, όπως για παράδειγμα οι φόβοι πολλών δυτικών κρατών για μεγάλης κλίμακας μεταναστευτικό κύμα ή η ανησυχία πολλών ευρωπαίων πολιτικών ενός μεγάλου, περήφανου και κυρίως – και πρέπει να το πούμε αυτό –μουσουλμανικού πληθυσμού στην ΕΕ. Μόνο εάν η ΕΕ και η Άγκυρα αντιμετωπίσουν ανοιχτά τα ζητήματα που θέτουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας μπορεί να υπάρξει επιτυχής κατάληξη

Συμπερασματικά, ο αρθρογράφος καταλήγει: «όπως στα περισσότερα από τα χειρότερα προβλήματα στον κόσμο, τα οφέλη από τη λύση για όλους τους εμπλεκόμενους θα ήταν πολύ περισσότερα από το κόστος σε χρόνο και προσπάθειες που απαιτεί η διαπραγμάτευση. Η Κύπρος είναι σίγουρα μια περίπτωση που πρέπει να θεραπευθεί, όσο αβέβαιοι κι αν είναι οι οιωνοί και όσο απαραίτητο κι αν είναι να προβλεφθεί η πιθανότητα αποτυχίας».

Κάθε Κύπριος γαλουχείται με την πεποίθηση ότι οι σημαντικές αποφάσεις που τον αφορούν λαμβάνονται αλλού. Αν και σε κάποιο βαθμό αυτό αληθεύει, οι Κύπριοι, και των δυο πλευρών, πρέπει να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Η εξωτερική ανάμιξη θα πρέπει να είναι πιο διακριτική από ότι στο παρελθόν και σε κάθε στάδιο ο ΟΗΕ και οι απεσταλμένοι του θα πρέπει να παραμείνουν στο προσκήνιο υποστηριζόμενοι από το Συμβούλιο Ασφαλείας. Ο ρόλος της ΕΕ είναι πιο δύσκολος, καθώς, αν και είναι στην καρδιά όλων αυτών των προβλημάτων, δεν μπορεί να παίξει ηγετικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις, γιατί η Ελλάδα και η Κύπρος είναι μέλη της, η Τουρκία όμως όχι. Η σημαντικότερη συμβολή της ΕΕ θα ήταν να έχει έναν θετικό και δυναμικό ρόλο στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας.