7 Ιαν 2010

Το οικονομικό κόστος λύσης Κυπριακού -Ποιός (δεν) θα πληρώσει

Η «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (Κύπρου), δημοσίευσε ανταπόκριση του Αποστόλη Ζουπανιώτη από Ν. Υόρκη με τίτλο «Τρομάζει το υψηλό κόστος της λύσης» και υπότιτλο «Η δυσκολία στην εξεύρεση διεθνών δωρητών εξαιτίας της παγκόσμιας κρίσης και οι ανησυχίες για την οικονομία πονοκεφαλιάζουν τα Η.Ε.», αναφέρει τα εξής:

«Τον Απρίλιο του 2004, λίγες μέρες πριν τεθεί σε δημοψήφισμα το Σχέδιο Ανάν, πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλες, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, μία ‘Συνδιάσκεψη Δωρητών’, με στόχο τη συγκέντρωση χρημάτων για την κάλυψη τμήματος του κόστους της λύσης, με αιχμή το Στεγαστικό (Περιουσιακό). Το σύνολο των υποσχέσεων που δόθηκαν ανήλθαν σε 800 εκατομμύρια δολάρια, εκ των οποίων τα μισά υποσχέθηκαν οι ΗΠΑ. Τον περασμένο μήνα, πιο συγκεκριμένα στις 8/12/2009, όταν ο ειδικός σύμβουλος του γενικού γραμματέα, Αλεξάντερ Ντάουνερ, συναντήθηκε στην Ουάσιγκτον με την υπουργό Εξωτερικών, Χίλαρι Κλίντον, τον υφυπουργό Εξωτερικών, Φίλιπ Γκόρντον, όπως και με τη διευθύντρια Ευρώπης του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, Ελίζαμπεθ Ράσελ Ράνταλ, το οικονομικό κόστος της λύσης ήταν μεταξύ των θεμάτων που συζητήθηκαν, όχι όμως και το αν ακόμη ισχύει η υπόσχεση των ΗΠΑ, του 2004. Μάλιστα, όπως μας είπε συνεργάτης του κ. Ντάουνερ, ίσως είναι δύσκολο το αμερικανικό Κογκρέσο να εγκρίνει βοήθεια για ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Κύπρος, ιδίως σε μία περίοδο οικονομικής στενότητας για τις ΗΠΑ και ολόκληρο τον κόσμο.

Αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ τον οποίο ρωτήσαμε αν η υπόσχεση για τα 400 εκατομμύρια δολάρια ισχύει ακόμη, μας απάντησε ότι ‘η προηγούμενη υπόσχεσή μας έγινε ειδικά σε σχέση με την εφαρμογή του σχεδίου Ανάν και δεν ισχύει πλέον, καθώς το σχέδιο απορρίφθηκε. Οι ΗΠΑ συνεχίζουν να υποστηρίζουν τις προσπάθειες των πλευρών να φτάσουν σε δίκαιη και διαρκή διευθέτηση που θα επανενώνει την Κύπρο σε μία διζωνική και δικοινοτική ομοσπονδία’.

Πηγή του ελληνικού λόμπι στην Ουάσιγκτον, σχολιάζοντας την άποψη του συνεργάτη του κ. Ντάουνερ είπε ότι δεν ισχύει, αφού οι ΗΠΑ εγκρίνουν κάθε χρόνο ανθρωπιστική βοήθεια ύψους 20 εκατομμυρίων δολαρίων για την Κύπρο. Κι αν φτάσουν τα πράγματα κοντά σε λύση, με την οποία θα συμφωνεί και η Ομογένεια των ΗΠΑ, σίγουρα το ελληνικό λόμπι είναι σε θέση με παρεμβάσεις του και προς την κυβέρνηση και προς το Κογκρέσο, να αρθούν οι όποιες επιφυλάξεις.

Ωστόσο, ένα είναι σίγουρο. Το θέμα αν και έχει απασχολήσει κατά καιρούς εμπειρογνώμονες των δύο κοινοτήτων και του ΟΗΕ, οι συζητήσεις δεν έχουν μπει σε βάθος, όχι μόνο γιατί οι αριθμοί είναι άμεσα συναρτημένοι από τις διευθετήσεις που θα γίνουν στο Εδαφικό και στο Περιουσιακό, αλλά και γιατί ‘φοβίζει’. Μάλιστα, χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του Ελληνοκύπριου αντιπροσώπου, πρέσβη Ανδρέα Μαυρομμάτη, στη συνάντηση των αντιπροσώπων των δύο πλευρών με τους εκπροσώπους του Γ.Γ. (στις 9/5/2009), όπως την καταγράφουν οι πρακτικογράφοι των Ηνωμένων Εθνών. ‘Θα φόβιζε τον κόσμο η αναφορά στο κόστος της διευθέτησης, πριν γνωρίσει τις πραγματικότητες της διευθέτησης’, φαίνεται να δηλώνει ο κ. Μαυρομμάτης.

Ποιος θα πληρώσει;

Οι ανεπίσημες εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών για το κόστος της λύσης, όπως προκύπτουν από μήνυμα της αξιωματούχου του διεθνούς οργανισμού, Φιόνα Μιούλεν (εκ των διαρρευσάντων εγγράφων), ποικίλλουν. Η χαμηλή πρόβλεψη μιλά για 6 δισεκατομμύρια ευρώ (με περιορισμένη ανέγερση νέων οικημάτων και αποζημιώσεις, βάσει του 5ου Σχεδίου Ανάν) και η υψηλή 19 δισεκατομμύρια (με εκτεταμένη ανέγερση νέων οικιών και αποζημιώσεις, βάσει του 3ου Σχεδίου Ανάν). Ωστόσο, η ίδια υποστηρίζει πως οι περιουσιακές αποζημιώσεις δεν θα πρέπει να θεωρηθούν αυστηρά ως κόστος (κάτι που επίσης σημειώνεται και στη μελέτη που συνυπογράφει με την Πραξούλα Αντωνιάδου και την Οζλέμ Ογκιούζ, ‘Ανοικοδομώντας ξανά την επανενωμένη Κύπρο, η επόμενη μέρα 2’). Η αποζημίωση υπολογίζεται ως μακροπρόθεσμη (με 30ετή ομόλογα), ενώ τονίζεται στις υποσημειώσει ότι ‘όλη η διαφορά έγκειται στο πώς αποζημιώνεις’.

Στη γραπτή του τοποθέτηση για τη συνάντηση των ηγετών στις 23 Απριλίου 2009, ο Πρόεδρος Χριστόφιας ξεκαθάρισε ότι οποιεσδήποτε υποχρεώσεις δημιουργήθηκαν προ της επανένωσης θα αποτελούν υποχρέωση της κάθε ομόσπονδης μονάδας και ότι αμφότερες θα πρέπει να αγωνιστούν για να διασφαλίσουν μία συμφωνία, ως μέρος της λύσης, ότι οι προηγούμενες οφειλές και τα χρέη προς Ελλάδα και Τουρκία θα απαλειφθούν. Επίσης ότι ‘η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν θα επιβαρυνθεί με νέες υποχρεώσεις που θα προκύψουν από την επανένωση της νήσου (επανεγκατάσταση του πληθυσμού, κόστος ειρηνευτικής δύναμης). Το βάρος αυτό θα αποτρέψει την ομαλή διαδικασία επανένωσης και θα πρέπει να ενώσουμε τις προσπάθειές μας, ώστε αυτά τα κόστη να αναληφθούν από τη διεθνή κοινότητα’.

Μακροσκελές εμπιστευτικό έγγραφο των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο ετοιμάστηκε στις 8 Οκτωβρίου 2008, επισημαίνει ότι ‘στην ατυχή σπουδή της προς την αποτυχία, η διαδικασία Ανάν ενέπλεξε τη διεθνή κοινότητα των δωρητών, μόνο τη στιγμή που το σχέδιο ήταν ξεκάθαρα καθ’ οδόν προς την απόρριψη στο ελληνοκυπριακό δημοψήφισμα. Εν συντομία, στη διεθνή Συνδιάσκεψη Δωρητών, στις 15 Απριλίου 2004, η συμμετοχή ήταν μηδαμινή κι οι υποσχέσεις ασήμαντες’.

Καμιά κίνηση (προς το παρόν) από Ντάουνερ

Ενώ μεταξύ των τεσσάρων σημείων που προτείνονται στη ‘νέα προσέγγιση, η οποία θα αντιμετωπίζει πτυχές του περιουσιακού προβλήματος που δεν αντιμετωπίστηκαν από το Σχέδιο Ανάν, όπου επιδιώχθηκε να παράσχουν υψηλά συνολική βάση για δίκαιη και διαρκή διευθέτηση, αλλά απέτυχαν, σύμφωνα με τους επικριτές, να υπολογίσουν το πιθανό κόστος, κοινωνικό και οικονομικό...’, είναι να δοθεί ‘προσοχή στη σημασία της εμπλοκής διεθνών δωρητών’.

Στο ζήτημα αυτό, παρότι κατά καιρούς το θέμα συζητείται σε διάφορες επαφές του κ. Ντάουνερ (όπως σε συνάντηση με τους Μ. Μπαρόζο και Όλι Ρεν), ο ειδικός σύμβουλος του Γ.Γ. για την ώρα δεν δείχνει ιδιαίτερη σπουδή να κινητοποιήσει τον διεθνή παράγοντα. Ίσως επειδή, όταν τον Απρίλιο, μιλώντας στην ‘Κίμπρις’, ανέβασε το κόστος στα 20 δισεκατομμύρια δολάρια, ξεσηκώθηκε θόρυβος. Ίσως γιατί θεωρεί ότι η συζήτησή του, πριν προχωρήσουν οι συγκλίσεις στα υπόλοιπα θέματα, θα λειτουργήσει αποπροσανατολιστικά. Ή ίσως επειδή το διεθνές κλίμα, λόγω της οικονομικής κρίσης, είναι αποτρεπτικό. Ή, τέλος, ενδεχομένως, επειδή σύμφωνα με διπλωματική πηγή με το θέμα αυτό θα αρχίσουν να ασχολούνται στην περίοδο της ανάπαυλας των διαπραγματεύσεων, από τις 15 Φεβρουαρίου μέχρι τις ‘εκλογές’ στο ψευδοκράτος».