7 Δεκ 2009

Η επιστολή παραίτησης του Δούκα Μαρινόπουλου

Μας εστάλη και δημοσιεύουμε την επιστολή παραίτησης από το ΔΣ των ΟΕΥ, του Δούκα Μαρινόπουλου.

Λευκωσία 30 Noεμβρίου 2009

Αγαπητοί συνάδελφοι,

Με την παρούσα επιστολή μου, θα ήθελα να σας ενημερώσω για μια σειρά από καταστάσεις και γεγονότα, που αναμφίβολα σας αφορούν ως μέλη της Ένωσης Διπλωματικών Υπαλλήλων Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΕΝΔΥ ΟΕΥ).

Κατ’ αρχάς θεωρώ ότι όποιος εκλέγεται από τους συναδέλφους του, προκειμένου να τους εκπροσωπεί απέναντι στην πολιτική και υπηρεσιακή ηγεσία, είναι υποχρεωμένος να προασπίζεται με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντά τους και να μεριμνά ώστε αυτά να μην υπονομεύονται και να μην διακυβεύονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

Ο βασικός λόγος που συμμετείχα ως υποψήφιος στις τελευταίες εκλογές της Ένωσής μας, την 27.6.2008, ήταν ότι πίστευα πως θα έπρεπε να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια από όλους μας, ώστε να ανατραπεί η θεσμική υποβάθμιση του κλάδου μας, μετά την ψήφιση του νέου Οργανισμού (Ν. 3566/2007).

Από την επομένη των εκλογών, όπου χάρις στην ψήφο σας εξελέγην δεύτερος μεταξύ των υποψηφίων, και μετά την συγκρότηση του ΔΣ σε σώμα, κατέθεσα άμεσα τις προτάσεις μου για την χάραξη της στρατηγικής που θα έπρεπε να ακολουθήσουμε. Έκτοτε ήμουν ουσιαστικός αρωγός της προσπάθειας του συλλογικού μας οργάνου, με έγγραφες απόψεις και θέσεις, για την επίλυση των εκκρεμούντων θεμάτων μας.

Σταθερό σημείο αναφοράς των θέσεων μου ήταν εξαρχής, η ανάγκη τακτικής προβολής της θεσμικής απαξίωσής του εξειδικευμένου κλάδου μας, η οποία συνεπάγεται την σταδιακή υποβάθμιση έως και την πλήρη εξαφάνιση των υπηρεσιών των Γραφείων ΟΕΥ, προς τις εξωστρεφείς ελληνικές επιχειρήσεις, στο εγγύς μέλλον.

Ειδικότερα από τον Ιούλιο του 2008 υποστήριζα προφορικώς και εγγράφως στους υπόλοιπους συναδέλφους-μέλη του ΔΣ, ότι πρέπει να λειτουργούμε δυναμικά και διεκδικητικά, αναδεικνύοντας τις αρνητικές συνέπειες της θεσμικής μας υποβάθμισης. Η ενημέρωση αυτή πρότεινα να γίνεται τόσο προς τους άμεσα ενδιαφερόμενους εκπροσώπους των παραγωγικών τάξεων και του επιχειρηματικού κόσμου όσο και προς την ευρύτερη κοινή γνώμη, με συνεντεύξεις τύπου και στοχευμένα άρθρα σε επιλεγμένα έντυπα, ώστε να δημοσιοποιούμε με τον καλύτερο τρόπο την αδικαιολόγητη «κατάργηση» του μοναδικού και ιδιαίτερα χρήσιμου βραχίονα υποστήριξης της ελληνικής επιχειρηματικότητας στις αγορές του εξωτερικού.

Μολονότι μας δόθηκε αρκετές φορές η ευκαιρία να προβάλλουμε μέσω του τύπου τις θέσεις και τις απόψεις μας, δυστυχώς δεν την αδράξαμε ούτε μία φορά. Παρά τα σχετικά κείμενα που είχα συντάξει και αποστείλει στα υπόλοιπα μέλη, επικράτησε η άποψη, με την οποία και διαφώνησα έντονα πλειστάκις, ότι «δεν είναι η καλύτερη περίοδος προβολής των θεμάτων μας». Και όμως, κατά την άποψή μου, ήταν εξαιρετική η συγκυρία προβολής τους, ειδικά το καλοκαίρι του 2008 με την ανάδειξη ιδιαίτερα ενδιαφερόντων ζητημάτων, εν όψει της επικείμενης ψήφισης των τροπολογιών του Οργανισμού, από το Προεδρείο ετέρου συνδικαλιστικού κλάδου του ΥΠΕΞ στα πρωτοσέλιδα εφημερίδων. Η επιχειρηματολογία που έως τότε είχαμε αναπτύξει, για την χρεία επανατροφοδότησης του κλάδου μας, ήτοι «η εξειδικευμένη γνώση και η καθημερινή ενασχόληση των στελεχών του με το συγκεκριμένο αντικείμενο» διατυπωνόταν δημόσια και μαχητικά από τους εκπροσώπους ενός άλλου συνδικαλιστικού φορέα για τα δικά τους θέματα. Εμείς απλά παρακολουθούσαμε.

Μετά την ψήφιση των τροπολογιών του Οργανισμού (Ν. 3712/2008) τον Οκτώβριο του 2008, καυτηρίασα εγγράφως την μέχρι τότε λανθασμένη, κατά την γνώμη μου, τακτική μας ως ΔΣ, η οποία ουδέποτε ανέδειξε επικοινωνιακά το πρόβλημα της απαξίωσης του κλάδου μας. Η πολιτική «χαμηλών τόνων» που ακολουθήθηκε, συνετέλεσε στην παγίωση μιας ηττοπαθούς νοοτροπίας που συνοψιζόταν στη φράση «όταν και εφόσον αλλάξουν κάποια δεδομένα, τότε βλέπουμε τι θα κάνουμε».

Περαιτέρω και σε αυτό το γκρίζο πλαίσιο λειτουργίας του συλλογικού μας οργάνου, κάποια μέλη του επεχείρησαν να θέσουν ορισμένα ανεπίκαιρα ψευτο-διλήμματα –τον περασμένο Απρίλιο τ.έ.-, αναφορικά με το πλαίσιο λειτουργίας του κλάδου μας, επιμένοντας να αγνοούν προκλητικά τόσο τα νομοθετήματα της τότε Κυβέρνησης (Ν. 3566/2007), όσο και αυτά της τότε Αξιωματικής Αντιπολίτευσης (Ν. 3196/2003), που είχαν αμετάκλητα αποφανθεί υπέρ της θεσμικής λειτουργίας του στο ΥΠΕΞ και όχι σε άλλο παραγωγικό Υπουργείο.

Εκείνη την περίοδο διατυπώθηκαν επίσης και κάποιες άλλες εντελώς ανεπίκαιρες προτάσεις για την ανάγκη αντικατάστασης των εκπροσώπων μας στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο, επτά μήνες πριν την λήξη της θητείας τους. Με είχαν προβληματίσει οι «προτεραιότητες» που έθεταν μέλη του Προεδρείου, δεδομένου ότι, κάθε χρόνο, το στελεχιακό δυναμικό των υπαλλήλων ΟΕΥ μειώνεται, σταδιακά χάνει αρμοδιότητες και πλέον δεν εκπροσωπείται ούτε στα Γραφεία των αρμοδίων πολιτικών προϊσταμένων του.

Όπως ενδεχομένως θα έχετε αντιληφθεί, δεν είμαι θιασώτης της επίλυσης των θεσμικών μας προβλημάτων μέσω της αργής και πλήρους ωρίμανσής τους, ειδικά όταν ο κίνδυνος της παγίωσης της πλήρους απαξίωσης του κλάδου μας είναι δεδομένος. Ήμουν πάντοτε υπέρ της ανάληψης πρωτοβουλιών για την θετική προβολή του κλάδου μας και την ανάδειξη των προβλημάτων του, χωρίς να σκέφτομαι ούτε τις επιπλέον ώρες δουλειάς ούτε το αν θα εκτεθώ δημόσια προκειμένου να υποστηρίξω τα συμφέροντα των συναδέλφων, που με εξέλεξαν για να τους εκπροσωπώ.

Σε κάθε περίπτωση όμως, σεβόμενος πάντα τις απόψεις των υπολοίπων μελών και προτάσσοντας την ενότητα του κλάδου μας σε μία δύσκολη συγκυρία, προτιμούσα, έως και σήμερα, να διατυπώνω τις απόψεις μου εντός και όχι εκτός του ΔΣ, έστω και αν πολλές προτάσεις μου δεν λαμβάνονταν υπόψη. Είμαι, ήμουν και θα είμαι υπέρ των συλλογικών και διαφανών διαδικασιών και σέβομαι πάντοτε την αντίθετη άποψη, στο πλαίσιο των αρχών αυτών.

Δυστυχώς όμως, πολύ πρόσφατα, διαπίστωσα ότι τις παραπάνω απόψεις και αρχές μου δεν τις ενστερνίζονται όλα τα μέλη του παρόντος ΔΣ.

Για να γίνω σαφέστερος, πριν από δέκα περίπου ημέρες, περιήλθαν στη γνώση μου κάποια εντελώς διαφορετικά πράγματα –από αυτά που γνώριζα μέχρι τότε κατόπιν προφορικής μου ενημέρωσης από τον Πρόεδρο και τον Γενικό Γραμματέα της Ένωσής μας- σχετικά με την στάση και τις θέσεις που διατύπωσαν οι προαναφερόμενοι, σε συνάντηση που είχαν με την Δ/νση Προσωπικού, εν όψει της δημοσίευσης του καταλόγου των μεταθέσεων για το 2010.

Άμεσα, έπραξα τα αυτονόητα, ως μέλος του ΔΣ. Πρώτα συζήτησα με τα άλλα δύο μέλη (Αντιπρόεδρο και Ταμία) και αφού διαπίστωσα ότι, το όλο θέμα της παραπάνω συνάντησης έχρηζε σημαντικών διευκρινήσεων, απέστειλα επιστολήστους παρισταμένους στη συνάντηση αυτή, την 19.11 τ.έ. Λόγω της σοβαρότητας του θέματος τους ζήτησα να ενημερώσουν εγγράφως, τα μη παριστάμενα στην ανωτέρω συνάντηση μέλη του Προεδρείου, για το τι ειπώθηκε σε εκείνη την συνάντηση και τι θέσεις διατύπωσαν, ως εκπρόσωποι του συνδικαλιστικού μας οργάνου, για τις μετακινήσεις συναδέλφων μας, με συνεχόμενη δεκαετή υπηρεσία στο εξωτερικό, στην Κεντρική Υπηρεσία.

Μετά από μία εβδομάδα (25.11 τ.έ), η επιστολή μου επιτέλους απαντήθηκε και μου δόθηκαν οι λεπτομέρειες της «συνάντησης ρουτίνας», που είχαν με τον κ. Δ/ντή της ΣΤ1 την 12.11 τ.έ., η οποία προέκυψε «μετά από δική τους πρωτοβουλία», «μολονότι είχαν πληροφορηθεί ότι ο κατάλογος των μετακινουμένων υπαλλήλων είχε κλείσει και είχε αποσταλεί στην ανώτατη υπηρεσιακή και πολιτική ηγεσία».

Κατόπιν των ανωτέρω, είμαι υποχρεωμένος για λόγους αρχής και με δεδομένα αφενός την διαφωνία μου, με ορισμένα μέλη του ΔΣ, για τον τρόπο εκπροσώπησης των συμφερόντων του κλάδου μας και αφετέρου την ελλιπή ενημέρωσή μου για «θέματα ρουτίνας», να σας ανακοινώσω την υποβολή της παραίτησής μου από το παρόν ΔΣ.

Κλείνοντας θέλω να καλέσω όλους τους συναδέλφους που αγωνιούν για τις προοπτικές του κλάδου μας, οι οποίοι αποτελούν και την σιωπηλή συντριπτική πλειοψηφία, να πάρουν θέση και να διατυπώσουν τις απόψεις τους, για την στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθηθεί στο άμεσο μέλλον από το συλλογικό μας όργανο, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της επανατροφοδότησής μας και της καλύτερης αξιοποίησής μας στο ΥΠΕΞ.

Με εκτίμηση

Δούκας Μαρινόπουλος

Μέλος ΔΣ της ΕΝΔΥ ΟΕΥ