24 Φεβ 2010

Η δικαστική κρίση στην Τουρκία

Στις 16/2/2010 ο αυξημένων αρμοδιοτήτων εισαγγελέας του Ερζερούμ, Osman Şanal, διέταξε τη σύλληψη του συναδέλφου του, İlhan Cihaner, Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στο Έρζιντζαν, μετά από ενδελεχή έρευνα τόσο στο σπίτι όσο και στο χώρο εργασίας του τελευταίου, κατά την οποία κατασχέθηκαν έγγραφα, ψηφιακό υλικό και ένας προσωπικός ηλεκτρονικός υπολογιστής. Την επόμενη ημέρα, το Ανώτατο Συμβούλιο Δικαστών και Εισαγγελέων [Hakimler ve Savcılar Yüksek KuruluHSYK], το οποίο τον τελευταίο καιρό δεν διατηρεί τις καλύτερες σχέσεις με την τουρκική κυβέρνηση εξαιτίας διαφωνιών σε ό,τι αφορά τους διορισμούς δικαστών και εισαγγελέων, σπεύδοντας σε βοήθεια του Cihaner αφαίρεσε από τον Şanal το συγκεκριμένο φάκελο καταργώντας παράλληλα και τις αυξημένες αρμοδιότητες που του επέτρεψαν να κινηθεί εναντίον του συναδέλφου του. Παράλληλα, αφαίρεσε τις αρμοδιότητες και άλλων εισαγγελέων της περιοχής [των Tarık Gür, Rasim Karakullukçu και Mehmet Yazıcı], μηνύοντας όλους τους ανωτέρω, καθώς και τον Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στο Ερζερούμ, Sinan Kuş.
Αντιδρώντας ο Υπουργός Δικαιοσύνης
Sadullah Ergin, αφού συναντήθηκε με τον ΠΘ Erdoğan, κατήγγειλε την παρέμβαση του HSYK χαρακτηρίζοντας την απόφασή του αναρμόδια, παράνομη και αντισυνταγματική. Σύμφωνα με τον Τούρκο Υπουργό, το HSYK προχώρησε σε κατάχρηση εξουσίας αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες που μπορούν να οδηγήσουν το δικαστικό σύστημα της χώρας στο χάος και καταφέροντας μη αναστρέψιμο χτύπημα στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Ο ίδιος τόνισε ότι τώρα, περισσότερο από ποτέ, είναι αναγκαία η υλοποίηση των πολυσυζητημένων δικαστικών μεταρρυθμίσεων, που αναμένει η χώρα, θέση που υποστήριξε αργότερα και ο Πρόεδρος Gül.
Σύμφωνα με έγκυρους αναλυτές, η παρούσα δικαστική κρίση αποτελεί το «κερασάκι στην τούρτα» σε μια λανθάνουσα διαμάχη ανάμεσα στην κυβέρνηση και την κεμαλική δικαστική ελίτ, που διαρκεί εδώ και αρκετό καιρό. Ήδη από τον περασμένο Ιανουάριο, ο τουρκικός Τύπος είχε αναφέρει ότι ο Διοικητής της 3ης Στρατιάς στο Έρζιντζαν, στρατηγός
Saldıray Berk, αρνιόταν να παρουσιαστεί στον αυξημένων αρμοδιοτήτων εισαγγελέα, Osman Şanal, ο οποίος ερευνούσε υπόθεση παραποίησης εγγράφων, την οποία λέγεται ότι είχε διαπράξει ο συνάδελφός του και εισαγγελέας του Έρζιντζαν, İlhan Cihaner, όταν εξέταζε υποθέσεις ισλαμικών αιρέσεων [İsmailağa και Medine]. Η σύλληψη και προφυλάκιση του Cihaner διατάχθηκε γιατί ο Şanal τον θεώρησε ύποπτο συμμετοχής στην οργάνωση Ergenekon και γιατί κατά τη διερεύνηση των υποθέσεων των ισλαμικών αιρέσεων ο Cihaner είχε αρχίσει, τρόπον τινά, να υλοποιεί το γνωστό σήμερα «Σχέδιο Δράσης κατά της Οπισθοδρομικότητας», που στόχευε στη διάλυση του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ και του ισλαμικού κινήματος του Fetüllah Gülen. Φαίνεται, λοιπόν, ότι για τον έκπτωτο εισαγγελέα Şanal, ο στρατηγός Berk και ο εισαγγελέας Cihaner αποτελούσαν τους πρωτεργάτες στην περιοχή του συνωμοτικού αυτού σχεδίου, εφόσον βέβαια έχουν κάποια βάση οι φήμες ότι οι Berk και Cihaner αποθήκευαν όπλα σε κτήρια που ανήκαν στις ανωτέρω ισλαμικές αιρέσεις, προκειμένου να τις ενοχοποιήσουν και να τις κατηγορήσουν αργότερα για προετοιμασία ένοπλης εξέγερσης.
Σύμφωνα με τους ίδιους αναλυτές, η προφυλάκιση του εισαγγελέα
Cihaner, εξεταζόμενη στο πλαίσιο των τεταμένων σχέσεων κυβέρνησης – κεμαλικής δικαιοσύνης, είναι αποκαλυπτική της σοβαρής διαμάχης που ελλοχεύει στα θεμέλια των δύο εξουσιών, όπως αποκαλυπτική του πολέμου ανάμεσα στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και τα ανώτατα δικαστήρια είναι επίσης και η ταχύτατη, σχεδόν έτοιμη, αντίδραση του HSYK, το οποίο φαίνεται να εξέπληξε την κυβέρνηση, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι στη συνεδρίασή του δεν συμμετείχε ο ex officio πρόεδρός του, Υπουργός Δικαιοσύνης Ergin.

Πολλοί δημοσιογράφοι υποστηρίζουν ότι από το ανωτέρω συγκρουσιακό πλαίσιο δεν πρέπει να θεωρούνται ανεξάρτητα και κάποια άλλα γεγονότα των τελευταίων ημερών, όπως η πολύωρη ανάκριση, την ίδια ημέρα της σύλληψης του Cihaner, δύο ανώτατων αξιωματικών του Ναυτικού στη Σμύρνη από τους εισαγγελείς που ερευνούν την υπόθεση Ergenekon.

Έτσι, ίσως, μπορεί να εξηγηθούν [δηλ. στο ίδιο συγκρουσιακό πλαίσιο κυβέρνησης – δικαιοσύνης – στρατού] και τα όσα λέγονται για τις προετοιμασίες του Γενικού Εισαγγελέα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Abdurahman Yalçınkaya, ο οποίος είχε παραπέμψει, το 2008, στο Συνταγματικό Δικαστήριο το κυβερνών κόμμα ζητώντας την απαγόρευση λειτουργίας του. Σύμφωνα με τα δικαστικά παρασκήνια, ο Yalçınkaya σκοπεύει να επαναφέρει στο προσκήνιο ένα νέο αίτημα απαγόρευσης του ΑΚΡ, αυτή τη φορά βασισμένο σε κατηγορίες για τον «παράνομο τρόπο», με τον οποίο έγιναν δεκτά στην Τουρκία, στο πλαίσιο του «δημοκρατικού ανοίγματος» της κυβέρνησης, μεταμελημένα μέλη του ΡΚΚ, που στις 19/10/2009 επέστρεψαν από τους καταυλισμούς του Β. Ιράκ καταθέτοντας συμβολικά τα όπλα τους στη συνοριακή είσοδο του Χαμπούρ, πριν αφεθούν ελεύθερα να περιοδεύσουν στις ΝΑ περιοχές της χώρας προκαλώντας κύματα ενθουσιασμού στους κουρδικής καταγωγής κατοίκους, οι οποίοι προέβησαν σε «προκλητικές» πανηγυρικές εκδηλώσεις υποδοχής τους, αλλά και υποστήριξης προς τον Abdullah Öcalan [και όλα αυτά ατιμωρητί], γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση των εθνικιστικών κύκλων, καθώς και σημαντικής μερίδας της κοινής γνώμης, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να διακόψει τη συνέχιση του δημοκρατικού της ανοίγματος σε ό,τι αφορά την επιστροφή μελών του ΡΚΚ στην Τουρκία.